Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΤΣΑΡΟΣ: Ο τελευταίος των Ηρώων. Ο 95χρονος Διδυμιώτης πολεμιστής μιλάει στην «Ενημέρωση Πελοποννήσου» για τη μάχη της Κρήτης

Ενημέρωση Πελοποννήσου

Δημήτρης Τσατσαρός. Από τα Δίδυμα Ερμιονίδας. 
Είναι 95 ετών και δηλώνει 
«για την πατρίδα θα πολεμούσα και πάλι»!
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Κώστας Πρώιμος

* «Στο ταξίδι για την Κρήτη κάναμε γιορτή στα καταστρώματα… Το ‘χαμε ρίξει στο τραγούδι και τις τουφεκιές»

* … «Μόνο τρεις άνδρες χάσαμε στην Κρήτη, από τον δικό μου λόχο… Τον Σατιρλή από το Άργος, τον Γκουριώτη από το Κουτσοπόδι και τον Μεντζέλο από το Ξυλόκαστρο»

* «…Μείναμε στο βουνό δεκαεπτά ημέρες… Κοιμόμασταν στα πλατανόφυλλα και τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε»

* … «Οι δικοί μας, μας είχαν για νεκρούς… Όταν εμφανίστηκα στην Πελεή, ξαφνικά στην οικογένειά μου, έπεσαν όλοι κάτω, γιατί με πέρασαν για φάντασμα»…

** … «Το ’44 πολέμησα και πάλι, στην Στυμφαλία, εκεί σκοτώθηκε ο κακομοίρης ο Γιάννης Μακρής, από την Ερμιόνη… Τα κεφάλια μας ήταν δίπλα -δίπλα, όμως η σφαίρα των Γερμανών πέτυχε το δικό του»…


Η Ελληνική πολιτεία τίμησε τους ήρωες της μάχης 
της Κρήτης εκδίδοντας σειρά από γραμματόσημα
Συναντηθήκαμε με τον Μπάρμπα- Μήτσο Τσατσαρό, το περασμένο Σάββατο, στο γραφείο της Δημοτικής Κοινότητας των Διδύμων… Και μην πάει το μυαλό σας, σε κάποιο αδύναμο γεροντάκι, παρά τα ενενήντα πέντε έτη, που κουβαλάει στωικά στην πλάτη του…Ήταν μόλις είκοσι χρόνων, όταν από τις τάξεις της 4ης Στρατιάς του Ναυπλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, με το τάγμα του, μαζί με άλλους συντοπίτες -συμπολεμιστές, για να υπερασπίσουν από τη γερμανική προέλαση, το γεωστρατηγικής σημασίας αεροδρόμιο του «Μάλεμε» στα Χανιά της Κρήτης… Δεν θα προλογίσουμε άλλο…Την τιμητική του, έχει ο τελευταίος εν ζωή, έλληνας στρατιώτης, από την σημερινή Ερμιονίδα, που έλαβε μέρος σε μια από τις ιστορικότερες μάχες, που έγιναν επί ελληνικού εδάφους, κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου…
Διαβάστε την αφήγηση, του ήρωα μαχητή, του θρυλικού 3ου Τάγματος πεζικού, Δημήτρη Τσατσαρού του Ιωάννη, αποκλειστικά στην «Ενημέρωση Πελοποννήσου»…

Εκδήλωση τιμής στον Δήμο Πλατανιά. 
Ήρθε η ώρα να τιμήσει και η Ερμιονίδα τους δικούς της Ήρωες, 
στο πρόσωπο του μοναδικού επιζώντος, 
μπάρμπα Μήτσου Τσατσαρού.
«Παρουσιαστήκαμε στις 5 Οκτωβρίου του 1940, στο κέντρο νεοσύλλεκτων, στο Ναύπλιο… Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στις 28, μας «έπιασε» μέσα… Τότε, μας έστελναν για να κάνουμε επιτάξεις…Φτάναμε  μέχρι την Τσακωνιά και τα Πούληθρα… Παίρναμε μουλάρια, για να οργανωθεί το πυροβολικό στο Άργος… Ταξιδεύαμε μόνον νύχτα… Είχαμε από δύο μουλάρια ο καθένας… Στο δικό μου τάγμα τότε ήταν, ο Τάσος Σαράντος από το Λουκαϊτι, ο Κώστας Βόγκλης (Δίδυμα) ο Γιώργος  Μπουγιούρας (Δίδυμα) ο Θηβαίος ο Γιάννης (Δίδυμα)… Εγώ ήμουν ο πιο μικρός από όλους, μόλις είκοσι ετών, γιατί οι άλλοι ήντουσαν εξ αναβολής… Όταν μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί στις έξι Απριλίου του ’41, ο Μανώλης ο Τσουδερός με τον Βασιλιά, σχηματίσανε Κυβέρνηση και φύγανε κάτω στην Κρήτη…Εκεί μας έστειλαν όλους, με πέντε καράβια, που ξεκινήσανε από την Αρβανιτιά… Το δικό μου λεγότανε «’Ελση»… Στον Κάβο «Μαλιά» των Κυθήρων, συναντηθήκαμε με άλλα έξι πλοία, που είχαν αποπλεύσει από τα Ίσθμια… Σχεδόν όλα, ήταν Εγγλέζικα… Στο ταξίδι για την Κρήτη, κάναμε γιορτή στα καταστρώματα…Το ‘χα με ρίξει στο τραγούδι και τις τουφεκιές…Μόλις φτάναμε στην Σούδα και επιχείρησαν δύο εχθρικά αεροπλάνα να μας παρενοχλήσουν, επενέβη σωτήρια το «Αβέρωφ», που καιροφυλακτούσε και μετά από ομοβροντία κανονιοβολισμών, κατάφερε και τα έριξε… Πάρτα κάτω κα τα δύο! ΄
Οι Αυστραλοί υπήρξαν σπουδαίοι μαχητές 
και πολέμησαν δίπλα στους Έλληνες με γενναιότητα.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, όταν πατήσαμε στην Σούδα και θυμάμαι, ότι σε όλους μας έδωσαν κόκκινα αυγά…Αυτά φάγαμε εκείνη την ημέρα… Εκεί χωριστήκαμε, κάποια τάγματα πιάσανε τις παραλίες και εμείς πήγαμε στο Καστέλι… Είχαμε μαζί μας τυφέκια και οπλοπολυβόλα…Εγώ ήμουν τυφεκιοφόρος αλλά βοηθούσα, όπου στήναμε πολυβολεία…Στις 12 Μαΐου, οι Γερμανοί επιχείρησαν την πρώτη τους απόβαση, αλλά τα ραντάρ των Εγγλέζων τους πήραν αμέσως χαμπάρι και τους πλακώσαμε όλοι μαζί, με κανόνια και πολυβόλα και δεν έμεινε τίποτα… Εμείς τους σφυροκοπήσαμε από τον Παρθενώνα στο Καστέλι… Εγώ με τον Βόγκλη, δεν χωρίσαμε, ήμασταν στο ίδιο λόχο και πολεμήσαμε δίπλα -δίπλα…Οι υπόλοιποι ήταν σε άλλους λόχους… (Είχαμε ένα λοχαγό τότε, τον Θεόδωρο Καμπούρογλου από την Αθήνα, που μας αγαπούσε πολύ… Μετά τον έστειλαν αλλού και τον αντικατέστησε ένας Χρυσικός)… Κρατάγαμε γερά, τους είχαμε τσακίσει… Μετά από μέρες στις 20 Μαΐου, o ουρανός ξαφνικά γέμισε ομπρέλες. Το θέαμα προκαλούσε δέοςΧίλιοι οκτακόσιοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές… Μόλις άρχισαν να πλησιάζουν το έδαφος, ξεκίνησε η μάχη… Ακουγότανε μόνο το «κροτάλισμα» των πολυβόλων, με τις τουφεκιές, ενώ δεν έβλεπες τίποτα από την σκόνη… Τους σκοτώσαμε όλους… Δεν έμεινε κανείς Γερμανός,  μετά από οκτώ μέρες, που κράτησε αυτή η πρώτη μάχη… Θυμάμαι  όταν μια από τις ημέρες εκείνες, είχε έρθει η σειρά της διμοιρίας μας να περιφρουρήσει το προκεχωρημένο φυλάκιο… Να πάμε δηλαδή, λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους και να περιφρουρήσουμε τον χώρο, ακολουθώντας μια τακτική ασφαλείας… Ήταν δέκα το πρωί, όταν μας επιτέθηκαν σμήνη από γερμανικά αεροπλάνα…  Μας έζωσαν οι σφαίρες των πολυβόλων και θερίζανε τα στάχυα ολόγυρά μας, μέσα στο αλώνι… Εκεί πίστεψα, ότι υπήρξε μια ανωτέρα δύναμη, που μας προστάτεψε… Γιατί λίγο, πριν την επίθεση - πρέπει να ήμουν μισοκοιμισμένος από την κούραση, παρουσιάστηκε η Παναγιά και μου μίλησε με την φωνή της μάνας μου, λέγοντάς μου: «Μήτσο μην φοβάσαι»!... Σηκωθήκαμε όλοι, χωρίς να έχει πάθει κανείς, ούτε μια γρατσουνιά και αρχίσαμε να σταυροκοπιόμαστε! Από την ημέρα που πατήσαμε στην Κρήτη, στο δικό μου λόχο είχαμε μόνο τρεις νεκρούς…Τον Σατιρλή από το Άργος, τον Γκουριώτη από το Κουτσοπόδι και τον Μεντζέλο από το Ξυλόκαστρο… Υπάρχει μια εξήγηση, γιατί δηλαδή, δεν είχαμε πολλούς νεκρούς… Ήμασταν ταμπουρωμένοι στα Ριζώματα, τον περισσότερο καιρό και χτυπάγαμε από εκεί… Ακολούθησε η παύση πυρός και η οπισθοχώρηση… Οι Γερμανοί σηκώσανε την σημαία τους στο «Μάλεμι»… Ο Βασιλιάς με τον Τσουδερό, ήτανε στα περιβόλια…
Εμείς παραμείναμε δεκαεπτά ημέρες στο Βουνό, κοιμόμασταν στα πλατανόφυλλα και τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε… Ευτυχώς που η Κρήτη, έχει πολλά φρούτα…Ε, παιδιά ήμασταν… βολευόμασταν… Οι Γερμανοί για να μας πείσουν να εμφανιστούμε, πετάγανε προκηρύξεις που γράφανε: «Έλληνες μην μας πολεμάτε και μην φοβόσαστε...Εμείς πάμε για τους Εγγλέζους… Ελάτε, να σας στείλουμε στα σπίτια σας»…Κατεβήκαμε κάτω, αφού αφήσαμε τον οπλισμό στο Βουνό και μας κλείσανε στα στρατόπεδα στην Σούδα… Είχανε συνθηκολογήσει… Μας επισκέφτηκαν τότε ο Δεσπότης και ο Νομάρχης Χανίων ο Πολογιώργης… Μας είδαν κατακόκκινους και αναφώνησαν, πως υπάρχει μια ανωτέρα δύναμης… Στο στρατόπεδο παραμείναμε για ένα χρόνο… Την βγάλαμε με αγγαρείες… Οι Γερμανοί δεν μας πείραξαν, όσο ήμασταν αιχμάλωτοι… Μας είχαν πει, ότι αυτές ήταν οι διαταγές…Αφού πολλές φορές τους βλαστημάγαμε, το καταλαβαίνανε, αλλά δεν μας έδιναν σημασία… Προς το τέλος, λίγο πριν φύγουμε, ήρθαν και ανέλαβαν οι Αυστριακοί… Οι Γερμανοί έφυγαν… Με τους απλούς στρατιώτες αλλά και ορισμένους, που κατεβαίνανε από το διοικητήριο, στήναμε  γλέντια και χορούς…
Οι Αυστριακοί ήταν άλλοι άνθρωποι… Καλύτεροι από τους Γερμανούς… Θυμάμαι μια φορά, όπως μάζευα απ’ το χώμα τα χρησιμοποιημένα ξυραφάκια για να ξυριστώ, με βλέπει από το αντίσκηνο ένας  ανθυπολοχαγός και μου λέει: «Κόμ! Κομ- χίαρ!»...Μου έδωσε δύο δικά του  ξυραφάκια καινούρια… Με τον Βόγκλη, βρισκόμασταν στην σκηνή το βράδυ… Επειδή ήμασταν σε διαφορετικές αγγαρείες… Ήταν και άλλοι κοντοχωριανοί μου στο στρατόπεδο… Ο Γιώργος Παπαμιχαήλ, από την Ερμιόνη… ο Κοφινάς, ο Γιώργος ο Μπίας, ο Παπαϊωάννου… Κατάφερα και έφυγα, γιατί με λυπήθηκε ένας Αυστριακός αξιωματικός και με έγραψε μαζί με τους οκτακόσιους, που θα έφευγαν για τα σπίτια τους… Γυρίσαμε με καράβι στον Πειραιά, από κει με  τρένο στο Ναύπλιο και έπειτα εγώ πήγα στην «Πελεή», με τα πόδια… Μας είχανε για πεθαμένους οι δικοί μας… Ήταν όλες οι οικογένειες μαυροντυμένες… Μόλις με είδαν μπροστά τους, ξαφνικά πέσανε όλοι κάτω… Σαν να είδαν φάντασμα!
Όταν εγκαταστάθηκα στο χωριό, δούλευα στο μαγαζί με τα κάρβουνα που είχε η οικογένειά μου... Εδώ, στην περιοχή υπήρχαν Ιταλοί… Θυμάμαι, όταν πλησίαζαν για προμήθειες, μου φώναζαν από μακριά: «Ρε Τσατσαρέ, έχει τίποτα να φάμε»; Ερχόντουσαν παίρνανε ό,τι παίρνανε και φεύγανε πάλι...
Ήσυχος όμως δεν καθόμουνα… Το ’44 έφυγα για το βουνό αντάρτης για πέντε-έξι μήνες… Στο Στρατηγείο επάνω… Ήμασταν με τον Ίλαρχο Κονδύλη, που ήταν Υπασπιστής του έκτου Συντάγματος Πεζικού… θυμάμαι σε μια μάχη με τους Γερμανούς στην Στυμφαλία σκοτώθηκε δίπλα μου ο κακομοίρης ο Γιάννης ο  Μακρής, από την Ερμιόνη… Τα κεφάλια μας ήταν δίπλα -δίπλα και όμως η σφαίρα πέτυχε το δικό του… Ήταν μόλις 25 χρόνων»…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΤΣΑΡΟΣ: «Για την πατρίδα;
Ε, βέβαια θα ξαναπολεμούσα!…
Γιατί, εσύ δεν θα πολεμούσες»;
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: «Μπάρμπα- Μήτσο, μετά από όσα πέρασες τότε, αν ήσουν σήμερα είκοσι χρονών, θα ξαναπολεμούσες»; Με αυτή την ερώτηση, θέλησα να κλείσω την συνέντευξη -αφήγηση κοιτώντας στα μάτια, έναν υπερήλικα ήρωα…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΤΣΑΡΟΣ: «Για την πατρίδα; Ε, βέβαια θα ξαναπολεμούσα!…Γιατί, εσύ δεν θα πολεμούσες»; Μου αποκρίθηκε σκωπτικά και ελαφρά απορημένος, βάζοντάς με στην θέση μου
-ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: «Θα πολεμούσα Μπάρμπα- Μήτσο… Θα πολεμούσα», του απάντησα, με την αμηχανία διακριτή, στο «χρώμα» της φωνής μου

Η παρουσίαση, έγινε έπειτα από υπόδειξη, του εκ Διδύμων Καθηγητή Φυσικής του Πανεπιστήμιου Πατρών, κ. Γιώργου Μπροδήμα και την πολύτιμη βοήθεια, του προέδρου της Κοινότητας του χωριού, κ. Κώστα Σπανού και του Δημοτικού Συμβούλου του Δήμου Ερμιονίδας, κ. Πάνου Αποστόλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου