Του Βασίλη Σπηλιωτόπουλου
http://www.protagon.gr
Στα 1882 ο κόσμος αιφνιδιάζεται: «Ο Θεός είναι νεκρός», διαλαλεί ο Νίτσε:
«Δεν έχετε ακούσει για ‘κείνον τον τρελό, που άναψε ένα φανάρι στις λαμπρές ώρες του πρωινού, έτρεξε στην αγορά φωνάζοντας "Αναζητώ το Θεό!"... πολλοί που δεν πίστευαν στο Θεό, στέκονταν γύρω εκείνη τη στιγμή...
-Έχει χαθεί; ρώτησε ένας... κρύβεται; φοβάται; - …φώναζαν και γέλαγαν.
Ο τρελός: «Πού είναι ο Θεός; …Θα σας πω. Τον έχουμε σκοτώσει - εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του!… Πώς το κάναμε αυτό; ...Προς τα πού κινούμαστε; Μακριά από όλους τους ήλιους; …Δεν ακούμε τίποτα εκτός από το θόρυβο των νεκροθαφτών... θάβουν το Θεό; Δεν μυρίζουμε τίποτα... μόνο τη θεία αποσύνθεση;
Ο Θεός είναι νεκρός!... παραμένει νεκρός!... τον έχουμε σκοτώσει! Πώς θα παρηγορηθούμε, οι δολοφόνοι όλων των δολοφόνων; Ό,τι ήταν ιερότερο και τρανότερο στον κόσμο πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας. Ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από πάνω μας; …Δεν είναι το μεγαλείο αυτής της πράξης πολύ μεγάλο για μας; Δεν πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε Θεοί, ώστε να φανούμε
αντάξιοι;».
Ιδού: Ολοζώντανο πνεύμα κορύφωσης ∙ άνθρωπος, που ξιφούλκησε με την παράδοση του γερμανικού πνεύματος αναποδογυρίζοντας ορίζοντα και παραδοχές.
Λόγος αφοριστικός, λυρικός, συχνά ποιητικός ∙ Άλλωστε οι αληθινοί φιλόσοφοι και ποιητές… “Ridendo dicere severum” – «Γελώντας λέγονται τα σοβαρά».
Να η πιο κομψή, η πιο πολύτιμη «φλυαρία». Χορευτική απεικόνιση της ζωής στην πιο κυριολεκτική μορφή, όχι με τρόπο στάσιμο, αλλά διαρκώς αλλιώτικο ∙ όχι στο «πιάτο», μα σε εικόνες – ζωγραφιές, προσβλητικές, μοναχικές, κατακόρυφες, συχνά ακατανόητες ∙ φαρδιά-πλατιά αλληγορικές.
Αποφθέγματα συνοπτικά. Μαστιγώνουν την ύπαρξη με την πιο βαθιά ουλή: «Φιλελευθερισμός: με άλλα λόγια, αγελαία αποκτήνωση», «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου», «Η κουλτούρα και το κράτος είναι ανταγωνιστές: το ένα ζει εις βάρος του άλλου, το ένα ανθεί εις βάρος του άλλου».
Ανάγνωση και γραφή έπρεπε να είναι πράξεις αυτοδημιουργίας: «Αποπληρώνει κάποιος κακά το δάσκαλό παραμένοντας μαθητής.».
Απλά; Περιφρονούσε τη συστηματική σκέψη. Ύφος ειρωνικό, αφαιρετικό, απλοϊκό, με έναν τρόπο ανεπανάληπτο, έτσι, που τα βιβλία του σήμαιναν αυτά, που ήθελαν οι αναγνώστες να σημαίνουν. Είναι τόσοι οι Νίτσε, όσα και τα πνευματικά ρεύματα: Υπαρξιστής, αποδομιστής, μεταμοντέρνος.
«…να σπρώξουν ότι πέφτει»: Δια μιας δημοκρατικοί - φασίστες, φεμινίστριες - αντί-φεμινίστριες, χριστιανοί - άθεοι - αγνωστικιστές, οπαδοί της αναλυτικής φιλοσοφίας και οι αντίπαλοί τους, ανιχνεύουν στο έργο του το μήνυμά τους. Ο ίδιος προκαταλαμβάνει: «Δεν υπάρχουν αλήθειες, μόνον ερμηνείες». Αποκορύφωση η ανάδειξή του ως προπάτορα του Ναζισμού. «Η πιο αδέξια από όλες τις παρεξηγήσεις», λέει ο Thomas Mann για το ότι, το έργο αυτού του πολιτικά αφελούς, απόλυτα πνευματικού ανθρώπου δικαιολόγησε την επίθεση του ολοκληρωτισμού στην ανθρωπότητα.
Ο Νίτσε δε θα ήταν Ναζί ∙ αντίθετα, κυνηγός τους. Τους Wilhelm και Bismarck, τους αντισημίτες ήθελε να τους εκτελέσει ∙ Το Β’ Ράιχ να το αποσυνθέσει. Δεν αρκούσε, ότι αυτή η εποχή ήταν κακή ∙ θα γινόταν χειρότερη…
«Η παραφροσύνη είναι στα άτομα κάτι περιστασιακό ∙ στις ομάδες, τα κόμματα, τους λαούς, τις εποχές ο κανόνας.».
Διορατικός, με φρεσκάδα στην αντίληψη και την έκφραση, αντιμετωπίζει τα βαθιά προβλήματα σαν κρύα ντους: μέσα και έξω όσο πιο γρήγορα…
Τα ανθρώπινα όντα εξαπατούν συστηματικά τον εαυτό τους ως προς τα αληθινά κίνητρα των πράξεων τους – τα πραγματικά κίνητρα υπολείπονται της ηθικής ∙ πρώτη αναλαμπή της «θέλησης για δύναμη»… Ευφράδης στην προφητική ρητορική ο υιός του πάστορα βροντοφώναξε το «θάνατο του Θεού», προσκάλεσε τον «υπεράνθρωπο», οσμίστηκε τη Βαβέλ των ανυπόφορων υποκειμενισμών ∙ εκλιπάρησε τελικά για μια «επαναξιολόγηση των αξιών».
“Ecce Homo” – «Ιδού ο άνθρωπος», τα λόγια του Πόντιου Πιλάτου, τίτλος του τελευταίου αυτοβιογραφικού του έργου. «Γιατί είμαι σοφός», «Γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «Γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «Γιατί είμαι ένα πεπρωμένο», τα κεφάλαια. Παραθέτει με αμεσότητα την ταπεινότητά του. «Δε θέλω να είμαι άγιος, καλύτερα ακόμη ένας παλιάτσος… Και όμως ή μάλλον χωρίς όμως… μιλά από μέσα μου η αλήθεια.».
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Νίτσε παρέμεινε άγνωστος. Ωστόσο το 1888 στη Δανία ο κριτικός George Brandes παρουσίασε το έργο του στο ευρύ κοινό. Έχοντας πουλήσει μέχρι τότε μόνο καμιά 500αριά αντίτυπα ο Νίτσε ενθουσιάζεται. Στέλνει στον Δανό το βιογραφικό του γεμάτο όμορφα ψεύδη, πικρές αλήθειες: «Γεννήθηκα στις 15 Οκτωβρίου 1844 στο πεδίο μάχης του Lȕtzen… Οι πρόγονοί μου ήσαν Πολωνοί ευγενείς… Ποτέ δεν είχα κανένα σύμπτωμα εγκεφαλικής ενόχλησης ∙ ούτε πυρετό, καμιά αδυναμία. Κάποιος διέδωσε, ότι δήθεν ήμουν σε τρελάδικο (ή ακόμη, ότι πέθανα εκεί). Τίποτε πιο απατηλό.».
Λίγο μετά γίνεται Καίσαρας, Διόνυσος, ίσως και Εσταυρωμένος… Καθαιρεί τον Γερμανό αυτοκράτορα, τον ποντίφικα – γίνεται Θεός. Στα 44 του, ταλαιπωρημένος από χρόνιες ημικρανίες, ο νομάδας, που περιφερόταν μεταξύ Μεσογείου και Άλπεων αναζητώντας ανακούφιση για την εύθραυστη υγεία του, αγκαλιάζει στο Τορίνο ένα άλογο, που μαστιγώνεται από τον αμαξά και ξεσπά σε λυγμούς. Θα ζήσει άλλα ένδεκα σιωπηλά χρόνια.
Το 1890 ο Νίτσε είναι ένας διεθνής αστέρας. Άνθρωποι έρχονταν από μακριά να τιμήσουν τον σιωπηλό φιλόσοφο. Richard Strauss, Rudolf Steiner, Isadora Duncan ∙ οι πιο πολλοί δε θεώρησαν ότι τρελάθηκε, μα ότι «ανελήφθη». Η αδελφή του Elisabeth, θέλοντας να εκμεταλλευθεί εμπορικά τον φιλόσοφο, παραποίησε γραπτά, παραχάραξε την προσωπικότητά του.
Ο Camus δήλωσε: «Δε θα σταματήσουμε ποτέ να επανορθώνουμε την αδικία, που του κάναμε…».
Ο Χάιντεγκερ λίγο πριν το θάνατό του ομολόγησε, ότι η φιλοσοφία μετά τον Νίτσε δεν μπορεί να προσφέρει ούτε ελπίδα, ούτε βοήθεια για το μέλλον της ανθρωπότητας.
«Μόνον ο Θεός μπορεί να μας σώσει πλέον!».
«Δεν έχετε ακούσει για ‘κείνον τον τρελό, που άναψε ένα φανάρι στις λαμπρές ώρες του πρωινού, έτρεξε στην αγορά φωνάζοντας "Αναζητώ το Θεό!"... πολλοί που δεν πίστευαν στο Θεό, στέκονταν γύρω εκείνη τη στιγμή...
-Έχει χαθεί; ρώτησε ένας... κρύβεται; φοβάται; - …φώναζαν και γέλαγαν.
Ο τρελός: «Πού είναι ο Θεός; …Θα σας πω. Τον έχουμε σκοτώσει - εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του!… Πώς το κάναμε αυτό; ...Προς τα πού κινούμαστε; Μακριά από όλους τους ήλιους; …Δεν ακούμε τίποτα εκτός από το θόρυβο των νεκροθαφτών... θάβουν το Θεό; Δεν μυρίζουμε τίποτα... μόνο τη θεία αποσύνθεση;
Ο Θεός είναι νεκρός!... παραμένει νεκρός!... τον έχουμε σκοτώσει! Πώς θα παρηγορηθούμε, οι δολοφόνοι όλων των δολοφόνων; Ό,τι ήταν ιερότερο και τρανότερο στον κόσμο πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας. Ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από πάνω μας; …Δεν είναι το μεγαλείο αυτής της πράξης πολύ μεγάλο για μας; Δεν πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε Θεοί, ώστε να φανούμε
αντάξιοι;».
Ιδού: Ολοζώντανο πνεύμα κορύφωσης ∙ άνθρωπος, που ξιφούλκησε με την παράδοση του γερμανικού πνεύματος αναποδογυρίζοντας ορίζοντα και παραδοχές.
Λόγος αφοριστικός, λυρικός, συχνά ποιητικός ∙ Άλλωστε οι αληθινοί φιλόσοφοι και ποιητές… “Ridendo dicere severum” – «Γελώντας λέγονται τα σοβαρά».
Να η πιο κομψή, η πιο πολύτιμη «φλυαρία». Χορευτική απεικόνιση της ζωής στην πιο κυριολεκτική μορφή, όχι με τρόπο στάσιμο, αλλά διαρκώς αλλιώτικο ∙ όχι στο «πιάτο», μα σε εικόνες – ζωγραφιές, προσβλητικές, μοναχικές, κατακόρυφες, συχνά ακατανόητες ∙ φαρδιά-πλατιά αλληγορικές.
Αποφθέγματα συνοπτικά. Μαστιγώνουν την ύπαρξη με την πιο βαθιά ουλή: «Φιλελευθερισμός: με άλλα λόγια, αγελαία αποκτήνωση», «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου», «Η κουλτούρα και το κράτος είναι ανταγωνιστές: το ένα ζει εις βάρος του άλλου, το ένα ανθεί εις βάρος του άλλου».
Ανάγνωση και γραφή έπρεπε να είναι πράξεις αυτοδημιουργίας: «Αποπληρώνει κάποιος κακά το δάσκαλό παραμένοντας μαθητής.».
Απλά; Περιφρονούσε τη συστηματική σκέψη. Ύφος ειρωνικό, αφαιρετικό, απλοϊκό, με έναν τρόπο ανεπανάληπτο, έτσι, που τα βιβλία του σήμαιναν αυτά, που ήθελαν οι αναγνώστες να σημαίνουν. Είναι τόσοι οι Νίτσε, όσα και τα πνευματικά ρεύματα: Υπαρξιστής, αποδομιστής, μεταμοντέρνος.
«…να σπρώξουν ότι πέφτει»: Δια μιας δημοκρατικοί - φασίστες, φεμινίστριες - αντί-φεμινίστριες, χριστιανοί - άθεοι - αγνωστικιστές, οπαδοί της αναλυτικής φιλοσοφίας και οι αντίπαλοί τους, ανιχνεύουν στο έργο του το μήνυμά τους. Ο ίδιος προκαταλαμβάνει: «Δεν υπάρχουν αλήθειες, μόνον ερμηνείες». Αποκορύφωση η ανάδειξή του ως προπάτορα του Ναζισμού. «Η πιο αδέξια από όλες τις παρεξηγήσεις», λέει ο Thomas Mann για το ότι, το έργο αυτού του πολιτικά αφελούς, απόλυτα πνευματικού ανθρώπου δικαιολόγησε την επίθεση του ολοκληρωτισμού στην ανθρωπότητα.
Ο Νίτσε δε θα ήταν Ναζί ∙ αντίθετα, κυνηγός τους. Τους Wilhelm και Bismarck, τους αντισημίτες ήθελε να τους εκτελέσει ∙ Το Β’ Ράιχ να το αποσυνθέσει. Δεν αρκούσε, ότι αυτή η εποχή ήταν κακή ∙ θα γινόταν χειρότερη…
«Η παραφροσύνη είναι στα άτομα κάτι περιστασιακό ∙ στις ομάδες, τα κόμματα, τους λαούς, τις εποχές ο κανόνας.».
Διορατικός, με φρεσκάδα στην αντίληψη και την έκφραση, αντιμετωπίζει τα βαθιά προβλήματα σαν κρύα ντους: μέσα και έξω όσο πιο γρήγορα…
Τα ανθρώπινα όντα εξαπατούν συστηματικά τον εαυτό τους ως προς τα αληθινά κίνητρα των πράξεων τους – τα πραγματικά κίνητρα υπολείπονται της ηθικής ∙ πρώτη αναλαμπή της «θέλησης για δύναμη»… Ευφράδης στην προφητική ρητορική ο υιός του πάστορα βροντοφώναξε το «θάνατο του Θεού», προσκάλεσε τον «υπεράνθρωπο», οσμίστηκε τη Βαβέλ των ανυπόφορων υποκειμενισμών ∙ εκλιπάρησε τελικά για μια «επαναξιολόγηση των αξιών».
“Ecce Homo” – «Ιδού ο άνθρωπος», τα λόγια του Πόντιου Πιλάτου, τίτλος του τελευταίου αυτοβιογραφικού του έργου. «Γιατί είμαι σοφός», «Γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «Γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «Γιατί είμαι ένα πεπρωμένο», τα κεφάλαια. Παραθέτει με αμεσότητα την ταπεινότητά του. «Δε θέλω να είμαι άγιος, καλύτερα ακόμη ένας παλιάτσος… Και όμως ή μάλλον χωρίς όμως… μιλά από μέσα μου η αλήθεια.».
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Νίτσε παρέμεινε άγνωστος. Ωστόσο το 1888 στη Δανία ο κριτικός George Brandes παρουσίασε το έργο του στο ευρύ κοινό. Έχοντας πουλήσει μέχρι τότε μόνο καμιά 500αριά αντίτυπα ο Νίτσε ενθουσιάζεται. Στέλνει στον Δανό το βιογραφικό του γεμάτο όμορφα ψεύδη, πικρές αλήθειες: «Γεννήθηκα στις 15 Οκτωβρίου 1844 στο πεδίο μάχης του Lȕtzen… Οι πρόγονοί μου ήσαν Πολωνοί ευγενείς… Ποτέ δεν είχα κανένα σύμπτωμα εγκεφαλικής ενόχλησης ∙ ούτε πυρετό, καμιά αδυναμία. Κάποιος διέδωσε, ότι δήθεν ήμουν σε τρελάδικο (ή ακόμη, ότι πέθανα εκεί). Τίποτε πιο απατηλό.».
Λίγο μετά γίνεται Καίσαρας, Διόνυσος, ίσως και Εσταυρωμένος… Καθαιρεί τον Γερμανό αυτοκράτορα, τον ποντίφικα – γίνεται Θεός. Στα 44 του, ταλαιπωρημένος από χρόνιες ημικρανίες, ο νομάδας, που περιφερόταν μεταξύ Μεσογείου και Άλπεων αναζητώντας ανακούφιση για την εύθραυστη υγεία του, αγκαλιάζει στο Τορίνο ένα άλογο, που μαστιγώνεται από τον αμαξά και ξεσπά σε λυγμούς. Θα ζήσει άλλα ένδεκα σιωπηλά χρόνια.
Το 1890 ο Νίτσε είναι ένας διεθνής αστέρας. Άνθρωποι έρχονταν από μακριά να τιμήσουν τον σιωπηλό φιλόσοφο. Richard Strauss, Rudolf Steiner, Isadora Duncan ∙ οι πιο πολλοί δε θεώρησαν ότι τρελάθηκε, μα ότι «ανελήφθη». Η αδελφή του Elisabeth, θέλοντας να εκμεταλλευθεί εμπορικά τον φιλόσοφο, παραποίησε γραπτά, παραχάραξε την προσωπικότητά του.
Ο Camus δήλωσε: «Δε θα σταματήσουμε ποτέ να επανορθώνουμε την αδικία, που του κάναμε…».
Ο Χάιντεγκερ λίγο πριν το θάνατό του ομολόγησε, ότι η φιλοσοφία μετά τον Νίτσε δεν μπορεί να προσφέρει ούτε ελπίδα, ούτε βοήθεια για το μέλλον της ανθρωπότητας.
«Μόνον ο Θεός μπορεί να μας σώσει πλέον!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου