Η Λιμνοθάλασσα των Ποτοκίων.
Ποτόκι - Ποτόκιε - Ποτόκια. Είναι σλάβικη λέξη που σημαίνει ρέμα. Προφανώς ενσωματωμένη στην αρβανίτικη γλώσσα, χωρίς να αποκλείεται να έμεινε ως τοπωνύμιο από την εποχή των σλάβικων επιδρομών στην Πελοπόννησο. Πάντα την χρησιμοποιούσαμε στον πληθυντικό: «Έχει περιβόλι στα Ποτόκια», «Η Κουβέρτα είναι μετά τα Ποτόκια». Τα περιβόλια και τα κτήματα πάνω από τον δημόσιο δρόμο και περίπου μέχρι τον λόφο του μπαρμπα Δημήτρη του Κόντου και τον πάνω δημόσιο δρόμο που πάει προς Πετροθάλασσα «ήταν στα Ποτόκια», ενώ αμέσως μετά άρχιζε η Κινέτα. Και από την άλλη μεριά, μέχρι τους λοφίσκους που μετά κατηφορίζανε προς Κουβέρτα. Ούτε τα τοπωνύμια δεν σέβεται το δημόσιο.
Πράγματι αρκετά μικρά ρέματα εκβάλουν στη Λιμνοθάλασσα των Ποτοκίων και όταν βρέχει συνέχεια, η γη χορταίνει νερό και το ξερνάει για μέρες από τη γη της Λιμνοθάλασσας. Άλλωστε η περιοχή είχε πάντα νερό και γι’ αυτό έγιναν εκεί πολλά περιβόλια. Μέχρι αρχές δεκαετίας 1960 η περιοχή ήταν απείραχτη και χωρίς κανένα απολύτως αγροτικό ενδιαφέρον, αφού ήταν «αλμυριά» και η θάλασσα μπαινόβγαινε. Μόνο μια στενή λωρίδα γης, παράλληλη με το δρόμο που τότε ήταν χωμάτινος, σπερνόταν καμιά φορά κριθάρι.
Τα συμβόλαια παλιά των κτημάτων ήταν τελείως απλά και απλοϊκά, ενδιαφερόμενα περισσότερο για τα δέντρα και όχι για την έκταση. «Αγρός με τόσες ελιές έκτασης όσης είναι», δηλαδή όση γη «πιάνουν» τα δέντρα. Αναφέρονταν, όχι πάντα, οι ιδιοκτήτες των κτημάτων που είχαν σύνορο με τον αγρό, και αν ο αγρός συνόρευε με δάσος, το γράφανε στο συμβόλαιο, ομοίως αν συνόρευε με ρέμα. Αν ο αγρός έβγαινε προς τη θάλασσα, γράφανε γενικώς σύνορο τη θάλασσα. Ένα τέτοιο συμβόλαιο λοιπόν χωρίς να αναγράφεται η έκταση, μπορούσε να φάει δάσος, ρέμα, και να φτάσει τη θάλασσα, αφού ούτε το δάσος ήταν καθορισμένο, ούτε το ρέμα είχε δική του γη, ούτε η θάλασσα είχε δικαιώματα.
Ο βάλτος ή βαλτότοπος είναι ο τόπος που όταν βρέχει λασπώνει για πολύ καιρό και σκεπάζεται για καιρό με νερό γλυκό, όμως δεν είναι λίμνη. Τα χωράφια του τα λέγαμε βαρικά. Ένα ιδιωτικό κτήμα μπορεί να είναι βαλτότοπος και αν δεν προστατεύεται με νόμους είναι αυτονόητο ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να κάνει έργα για να το κάνει καλλιεργήσιμο.
Όταν όμως ο ‘βαλτότοπος’ είναι παραθαλάσσιος και η θάλασσα μπαινοβγαίνει ανάλογα με τον καιρό και για μέρες γίνεται πλήμμα ή έχει το ελάχιστο νερό, ενώ καθημερινά το νερό κινείται λόγω ημερήσιας άμπωτης και παλίρροιας μέσα - έξω, όταν βρέχει, το νερό δεν στέκει να πλημμυρίσει το χώρο, αλλά διοχετεύεται από άνοιγμα στη θάλασσα, τότε πρόκειται για μικρή λίμνη με λίγο ή πολύ αλμυρό νερό(ποτέ καθόλου) που η σύστασή του είναι του θαλασσινού νερού. Άρα είναι Λιμνοθάλασσα, και όταν λέμε ότι ένα κτήμα συνορεύει με τη θάλασσα, η εσωτερική όχθη της λιμνοθάλασσας είναι ακτή που βρέχεται από τη θάλασσα. Άρα όταν η λιμνοθάλασσα έχει το μέγιστο νερό, αυτό καθορίζει και την όχθη - ακτή της, αλλιώς αν ένα κτήμα στη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου είχε νότιο σύνορο τη θάλασσα, τότε θα έπαιρνε και
μια ζώνη λίμνης μαζί του ….. μερικών χιλιομέτρων ώσπου να βγει στον Κορινθιακό.
μια ζώνη λίμνης μαζί του ….. μερικών χιλιομέτρων ώσπου να βγει στον Κορινθιακό.
Το 1960 λοιπόν η έκταση της λιμνοθάλασσας, όταν είχε τη μέγιστη φουσκοθαλασσιά, ήταν περίπου αυτή με την πορτοκαλί γραμμή που είναι περίπου 140000 τ.μ., όση δηλαδή και η επίσημη έκταση που το δημόσιο δίνει και χαρακτηρίζει βαλτότοπο, ο οποίος όμως είναι δευτερογενής χαρακτηρισμός της Λιμνοθάλασσας, γιατί όλες οι λιμνοθάλασσες είναι βαλτότοποι, εν όλω ή εν μέρει. Έχει βέβαια μεγάλη σημασία να δημοσιευτεί και το τοπογραφικό σχέδιο που έχει για αυτήν την περιουσία του το Δημόσιο, για να δούμε τι ακριβώς πρόκειται να πουλήσει προς αξιοποίηση (τρομάρα μας, αυτόν το τόπο βρήκε;).
Το 1960 λοιπόν υπήρχε παραθαλάσσιο μονοπάτι που άρχιζε λίγο μετά του Πολίτη στα Ευκάλυπτα, συνέχιζε, περνούσε τη λιμνοθάλασσα από την προς Ερμιόνη πλευρά, μόνο που στη μπούκα της (σημείο 4) έπρεπε να βγάλεις τα παπούτσια και να μπεις στα ρηχά της θάλασσας για να περάσεις, πράγμα πολύ εύκολο, βάθος όχι πάνω από20 πόντους, ή να περάσεις με το άλογο, επίσης εύκολο, νομίζω όμως όχι με γαϊδούρι, γιατί όπως λέγανε οι παλιοί «το γαϊδούρι δεν ξέρει μπάνιο, του βουτάει μέσα η κεφάλα και πνίγεται γι’ αυτό φοβάται πολύ το νερό, ούτε ένα μικρό ρυάκι δεν περνάει».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρχε στη μπούκα μικρό χαμηλό γεφυράκι, τα ίχνη του φαίνονται ακόμη, μάλλον φτιαγμένο από πολύ παλιά. Αφέθηκε να καταστραφεί, γιατί πλέον όλοι με τα ζα τους χρησιμοποιούσαν τον πάνω δρόμο. Όμως τον παλιό δρόμο επέμενε να χρησιμοποιεί πηγαίνοντας με τα πόδια στο περιβόλι της η κόρη του Μακαρούνη, που είχε το περιβόλι κοντά στη ρίζα του Μαυρονησιού, πάνω από τη θέση 8.
Τα κανάλια που βλέπουμε στη φωτογραφία και τα έργα με μαύρη
γραμμή, έγιναν προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, με σκοπό να γίνει λιμνοθάλασσα προς εκμετάλλευση ο χώρος ο θαλάσσιος προς το Μαυρονήσι, χώρος δηλαδή εκτός της Λιμνοθάλασσας και στη συνέχεια να ανοιχτεί κανάλι στην πηκτή λάσπη και να ενωθεί με την καρδιά της λιμνοθάλασσας, να κλείσει η παλιά μπούκα και έτσι να μεγαλώσει, να βαθύνει προφανώς και με άλλες εκσκαφές σε όλη της την έκταση, να γίνει μικρογραφία της λίμνης Θερμησίας.
Μετά από αυτά τα προκαταρκτικά, ας μπούμε βαθύτερα στην ιστορία της:
Την Κλασσική Εποχή περίπου η ακτή έπρεπε να ήταν στην μπλε γραμμή. Άγνωστο αν τότε ήταν εκεί λιμνοθάλασσα ή πεδιάδα χαμηλή με μικροβάλτους. Στη ρίζα του βουνού όμως (διακεκομμένη μπλε γραμμή) υπάρχουν ίχνη αρχαίας κατοίκησης, ίσως αγροτικής κατοικίας ή μικροσυνοικισμού. Ομοίως μέσα στη θάλασσα από τη θέση 3και προς τα Ευκάλυπτα υπάρχουν παρόμοια ίχνη. Με το πέρασμα των αιώνων, στη περιοχή μας η θάλασσα ανέβηκε, από εκείνη της εποχή γύρω στα 4 μέτρα μέσα σε2500 χρόνια περίπου και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό, δηλαδή περί τα 16εκατοστά ανά αιώνα. Εξ αυτού συμπεραίνουμε ότι η λιμνοθάλασσα μάλλον είναι δημιούργημα των τελευταίων αιώνων.
Άρα καθόλου απίθανο, κάτω από τις λάσπες και το βυθό να υπάρχουν και άλλες εγκαταστάσεις οίκησης.
Κατά τη Βυζαντινή Εποχή χτίστηκε στη θέση 1, ένα πολύ μικρό εκκλησάκι που σήμερα μόλις διακρίνονται θεμέλιά του. Για πρώτη φορά εντοπίστηκε από τον γράφοντα και αναφέρεται στο βιβλίο του. Όμως δίπλα στα θεμέλια και σε πολύ μικρή έκταση υπάρχουν ταφές! Ταφές άραγε γύρω αγροτών ή ποιμένων όπως συμβαίνει σήμερα και σε άλλα ξωκλήσια μας; Ταφές κατοίκων μικρού οικισμού; Ταφές της οικογένειας που ίσως έκτισε το εκκλησάκι;
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να γίνει μικροανασκαφή, και δίπλα, για να μη καταστρέφονται τα παλιά ίχνη, να κτιστεί ένα ίδιων διαστάσεων ξωκλήσι. Το ζητάει το τοπίο, το ζητάει η λιμνοθάλασσα, το ζητάει η ηρεμία, αυτή την τελευταία ώρα που μπαίνει ο ήλιος. Είναι εκπληκτικά όμορφα αυτή την ώρα, σε αυτό το σημείο.
Πέρασαν τα χρόνια και η Λιμνοθάλασσα πήρε τη μορφή που είχε μέχρι το 1960. Το μικρό γεφυράκι γκρεμίστηκε και διαλύθηκε και έμεινε η στενή διώρυγα βάθους περί το 1.5 μέτρα, γιατί όντας στενή το νερό έβγαινε με μεγάλη επιτάχυνση και την βάθαινε. Λίγα μέτρα γύρω από τη διώρυγα (άμπουλο) και προς τα μέσα της λιμνοθάλασσας, το νερό είχε ένα μέσο βάθος περί το μισό μέτρο, αλλά γρήγορα έπεφτε στους 20 πόντους. Ήταν δηλαδή μια πολύ ρηχή Λιμνοθάλασσα όπου δεν μπορούσε να κινηθεί μέσα βάρκα. Μπαινόβγαιναν, κέφαλοι, τσιπούρες, λιγδάκια, μουρμούρες, γλώσσες, μουγκριά, χέλια, λαβράκια και λίτσες που κυνηγούσαν μικρόψαρα, κυρίως αθρινό που την ‘έβρισκε’ μια χαρά στο άμπουλο. Η προς τη θάλασσα μεριά του άμπουλου ήταν πολύ ρηχή και στη προσπάθειά τους τα λαβράκια (μιλάμε μερικά κιλά το καθένα) ξενέριζαν και κτυπιούνταν στα ρηχά μέχρι να ... ξαναπιάσουν νερά οι ουρές τους.
Ο πυθμένας, όμως του άμπουλου ήταν πολύ επικίνδυνος. Φαινόταν όπως ο γύρω πάτος της Λιμνοθάλασσας με λίγα σάπια φύκια πάνω. Όμως ήταν σαν ζυμάρι, άμα πάταγες χωνόσουνα όλος μέσα. Και που το ξέρω θα μου πείτε. Μα πάτησα. Όλοι οι Ερμιονήτες έλεγαν στα παιδιά τους να προσέχουν στις λασπουριές των λιμνών, γιατί υπάρχουν ρουφήχτρες. Ξαφνικά άμα πέσεις μέσα βουλιάζεις στο μαλακό βούρκο και δεν μπορείς να βγεις. Και μας έλεγαν ότι έτσι είχε χαθεί σε μια ρουφήχτρα στ’ Αλώνια ο μπάρμπα Τσούκας (;), αν το θυμάμαι καλά.
Μέγας ο πειρασμός να βάλεις το πόδι σου. Έ, έβαλα το πόδι, που προχωρούσε σαν να χωνότανε σε αλεύρι και ξαφνικά γλίστρησα, γιατί το άμπουλο είχε σχεδόν κάθετη όχθη, και χώθηκα μέσα μέχρι τη μέση. Όμως το πόδι έπιασε σταθερό πάτο κάτω και σχετικώς εύκολα βγήκα. Έτσι γλύτωσα τη ρουφήχτρα.
Το εσωτερικό της Λιμνοθάλασσας ήταν και είναι ένας λασπώδης βυθός, όμως σταθερός, μόνο σε λίγα σημεία το πόδι βούλιαζε καμιά 20αριά πόντους. Η χλωρίδα ήταν και είναι η χαρακτηριστική των ρηχών λιμνοθαλασσών, στα δε ρηχά της πέφτει σαν πράσινο πάπλωμα. Είναι θαυμάσιο να την περπατάς ξυπόλυτος. Μα πιο ωραία είναι να περπατάς στη λάσπη. Χιλιάδες πλουπουτσίνες δημιουργούν ένα στρώμα μέσα στο βούρκο, ενώ στην επιφάνεια επικάθονται τα άδεια κελύφη τους. Δεν υπάρχει περίπτωση κάτω από τη πατημασιά σου να μη βρίσκονται τουλάχιστον 10πλουπουτσίνες. Τις πιο μεγάλες τις μαζεύαμε και τις τρώγαμε ανοίγοντάς τες στα κάρβουνα, αλλά δεν έχουν φυσικά τη νοστιμιά των κυδωνιών. Άλλος μόνιμος κάτοικος του βούρκου είναι το μικρό καραβιδάκι. Σκάβει συνέχεια και πετάει την άμμο έξω δημιουργώντας μικρούς σωρούς που μοιάζουν με ηφαίστεια. Στην επιφάνεια του βυθού ζουν εκατοντάδες χιλιάδες, πολύ μικρές κηρύριζες. Που και πού υπάρχουν και μεγάλες, αλλά αυτές ήσαν πολλές έξω από τη Λιμνοθάλασσα. Πιο λίγες οι πορφύρες. Όταν αποσύρονταν για μέρες τα νερά ερχόταν στην επιφάνεια ο βυθός και πάνω του στρώμα οι μικρές κηρύριζες, ούτε ένα χιλιοστό ελεύθερο δεν έμενε. Ποτέ δεν άκουσα να έχουν ένα δικό τους όνομα. Όλα αυτά υπάρχουν και σήμερα, μα αυτά που τείνουν να εξαφανιστούν είναι τα καβούρια της Λίμνης των Ποτοκίων. Μικρά και γρήγορα πολύ, γκριζοπράσινα, έφταναν όμως τα κελύφη τους μέχρι τους 5πόντους. Ήσαν πάρα πολλά και πολύ έξυπνα όταν πήγαινες να τα πιάσεις, αλλά κάποια αιτία δεν τα ευνοεί πλέον, τουτέστιν τα αποδεκάτισε. Τα μαζεύαμε και τα ψήναμε στα κάρβουνα, ή τα βράζαμε. Ατελείωτα ήσανε.
Και το χειμώνα, όπως και τώρα αλλά τότε πολύ περισσότερα, πέφτανε κάθε είδους πουλιά. Μόνιμα ήσαν τα σπουργίτια, αλλά και πάρα πολλοί κορυδαλλοί που κάθονταν στρώμα και στο χωματόδρομο. Έτσι στρώμα κάθονταν και στο δρόμο στη Μαγγούλα, κάτω από το αμπέλι του μπαρμπα Αντώνη του Τσούκα. Από πάνω πετούσαν μόνιμα γεράκια και γερακίνες, γιατί μέσα στα βρύα ήσαν πολλά τα ποντίκια που έβρισκαν τροφή και καταφύγιο, πολύ σπάνια όμως τα φίδια.
Δεν ήταν αλμυρά έρημος η Λιμνοθάλασσα, αλλά ένας τόπος γεμάτος ζωή.
Από τη μεριά του δρόμου (θέση 6) υπήρχε ένα παλιό πηγάδι που οι πέτρες του είχαν καταπέσει. Ίσως και κάποιο μικρό κτίσμα δίπλα του, και αυτό σωρός πέτρες. Ούτε μισό μέτρο πάνω από τη θάλασσα αλλά νερό καλό.
Στη θέση 6 σε ένα μήκος γύρω στα 50 με 100 μέτρα υπήρχε παράλληλα με το δρόμο μια συστάδα αγριοτριανταφυλλιών που είχαν από την υγρασία θεριέψει και μπερδεύονταν με μεγάλες και μικρές λυγαριές. Υψηλή και πολύ πυκνή βλάστηση σχεδόν μόνιμα ανθισμένη. Σκίαζε τόσο ο τόπος που εκεί μέσα στην υγρασία ζούσαν μόνιμα εκατοντάδες μικρές πεταλουδίτσες, που όταν περνούσαμε με τα γαϊδούρια μάς ακολουθούσαν και μετά επέστρεφαν. Από την απέναντι μεριά του δρόμου ένα τείχος θεόρατα καλάμια. Ένας μαγικός τόπος.
Μετά πηγαίνοντας προς τη θέση 3 επικρατούσαν τα βούρλα.
Στη θέση 3 μέσα στη θάλασσα πια, ήταν οι φυκιάδες, πάνω σε ψιλή ολόλευκη άμμο. Στο πυροφάνι σού εμφανίζονταν ξαφνικά σαν ιπτάμενοι μαύροι δίσκοι, τρόμος γι’ αυτόν που τις πρωτοαντίκριζε. Γύρω από τις φυκιάδες πιάναμε πολύ γάμπαρη.
Στη θέση 2 τα νερά είναι σχετικά βαθιά και εκεί έπιανε παλιά το ιστιοφόρο για να φορτώσει εσπεριδοειδή από τα γύρω περιβόλια που τα κατέβαζαν με τα ζα. Υπάρχει ακόμα το παλιό μονοπάτι στο βουνό. Το εκεί παραλιακό βαθούλωμα είναι μάλλον απομεινάρι παλιού ασβεστοκάμινου.
Στη θέση 8 υπάρχουν ακόμη τα παλιά σκίντα, φαγωμένα όμως αρκετά από τη θάλασσα. Εδώ ήταν φυσική αμμουδιά, εκτός Λιμνοθάλασσας και προτιμούσαμε να παίρνουμε σκιντόχωμα από δω. Λίγο πιο πέρα προς το βουνό, μια παμπάλαια μισοκαμμένη ελιά.
Στη θέση 10 ήταν γυμνή λάσπη πού όμως με το φούσκωμα της θάλασσας μερικές φορές πλημμύριζε μέχρι πάνω το δρόμο. Εδώ τρέχανε κυρίως τα νερά των ρεμάτων, απλωμένα πια σε όλη την επιφάνεια και έτσι είχαν δημιουργήσει μικρά φιόρδ που αρκετά ακόμη σώζονται. Τώρα βλέπουμε μόνο νεογέννητα κεφαλόπουλα να τα ανεβαίνουν, αλλά τότε τα ανέβαιναν μικρά κοπάδια κοτσομούρας ή μπαρπουνιού! Εκατοντάδες!
Αυτά ήταν και ευτυχώς σε ικανοποιητικό βαθμό είναι ακόμη η Λιμνοθάλασσα των Ποτοκίων και πολλά άλλα.
Πέρασαν λίγα χρόνια ακόμη και προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 ο έξω από τη λίμνη θαλάσσιος χώρος προς το βουνό μετατράπηκε σε Λιμνοθάλασσα. Οι μαύρες γραμμές δείχνουν τη θέση που κατασκευάστηκε η μπούκα της με σειρά από πέτρες, παλούκια και σύρματα. Σήμερα τα έχει ισοπεδώσει όλα το κύμα και τις πέτρες σχεδόν καλύψει η άμμος. Σκάφτηκε το εσωτερικό με μπίγα, ιδιαίτερα κοντά στην μπούκα και δημιουργήθηκε το πλατύ κανάλι, ενώ η άμμος πετιόταν προς την θάλασσα και έτσι δημιουργήθηκε ο μακρύς λοφίσκος άμμου ένθεν και ένθεν του καναλιού. Η νέα λιμνοθάλασσα και το κανάλι είχαν σχεδόν σ’ όλη την έκταση βάθος γύρω στο μισό με ένα μέτρο. Όμως στην μέση του καναλιού παρέμεινε μια λωρίδα γης πλάτους γύρω στα 15 μέτρα με μια μεγάλη γκοριτσιά στη μέση και έτσι η νέα Λιμνοθάλασσα δεν επικοινωνούσε με την παλιά. Όμως η μπούκα της παλιάς Λιμνοθάλασσας κτίστηκε και δεν επικοινωνούσε πια με τη θάλασσα. Έτσι άρχισε να μαζεύει ψάρι η νέα, ενώ η παλιά βάλτωσε, άρχισε να μυρίζει, τα νερά της έγιναν πολύ θολά γεμάτα σάπια φύκια, μέσα είχαν εγκλωβιστεί ψάρια, που κάθε τόσο με τη ζέστη ψοφούσαν μαζικά. Τελικά είχε καταφέρει να επιβιώσει ένα κοπάδι κεφάλων, ενώ η υπόλοιπη πανίδα που περιγράψαμε, τα κατάφερνε καλύτερα.
Οι γύρω αγρότες διαμαρτυρήθηκαν έντονα, γιατί θεώρησαν ότι αυτό το έργο αξιοποίησης έφερνε τη θάλασσα πιο κοντά στα πηγάδια τους, αλλά το νερό χάλαγε από τις γεωτρήσεις. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Τελικά εγκαταλείφτηκε η αξιοποίηση και η κατάσταση έμεινε έτσι για πολλά χρόνια. Η νέα λιμνοθάλασσα έμεινε ανοικτή προς τη θάλασσα, αφού κατέρρευσε η μπούκα της, αλλά έγινε ένας πολύ καλός τόπος πυροφανιού για τις μικρές βάρκες, γιατί οι μεγάλες κοστάριζαν, μονό για λίγο έμπαιναν στα βαθιά της, δηλαδή περίπου στο ένα τέταρτο της έκτασής της. Έτσι έμενε το πεδίο ελεύθερο για μας τους μικρούς και ερασιτέχνες.
Η παλιά, ολόκλειστη πλέον λιμνοθάλασσα δεινοπαθούσε χωρίς άμπουλο. Αλλά η φύση έκανε το θαύμα της! Με τις βροχές πλημμύριζε και για μήνες ήταν η επιφάνειά της κάνα μέτρο πάνω από τη θάλασσα. Το καλοκαίρι στέγνωνε και η επιφάνειά της ήταν μισό μέτρο κάτω από τη θάλασσα. Αυτή η συνεχής πίεση στον βυθό, λόγω διαφοράς στάθμης, δημιούργησε σιγά σιγά υπόγεια διαφυγή του νερού. Έτσι άδειαζε το νερό προς τη θάλασσα σε λίγες μέρες, ενώ η θάλασσα άρχισε να μπαινοβγαίνει όπως παλιά. Αλλά υπογείως! Μάλιστα στο σημείο που έβγαινε μέσα στη λίμνη το θαλασσινό νερό, δημιουργούσε μία δύνη όμοια με του Ανάβαλου! Έτσι πήρε τα πάνω της και ανακουφίστηκαν και τα εγκλωβισμένα κεφαλόπουλα, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, αλλά δεν μπορούσαν να διαφύγουν στη θάλασσα. Τα νερά όμως ήταν πλέον θολά, γιατί το βυθό τον είχε καλύψει μια σκόνη σαν μαυριδερό αλεύρι και καθώς κινούντο τα ψάρια την ανασήκωναν συνέχεια.
Πάλι πέρασαν τα χρόνια, φούντωσε για τα καλά ο τουρισμός και όλοι θυμήθηκαν τότε τα πεταμένα και άχρηστα κτήματα και μάλιστα τα παραθαλάσσια και έψαχναν για τα συμβόλαια και για την ερμηνεία τους. Πίστεψε για χρόνια η Ερμιονίδα ότι είχε κτυπήσει φλέβα χρυσού. Κατά μήκος λοιπόν της θέσης 8 άρχισαν να μπαζώνονται οι ‘αγροί’, αφού πρώτα η μπουλντόζα ισοπέδωσε και εξαφάνισε τον παράδεισο των πεταλούδων και των κορυδαλλών και τη θαυμάσια βλάστηση που δεν εμπόδιζε σε τίποτα το μπάζωμα. Δηλαδή τα βάλαμε με την ομορφιά του τόπου μας.
Η Κοινότητα Ερμιόνης προς τιμή της αντέδρασε, συγκέντρωσε στοιχεία και επιχειρήματα, η τοπική μας εφημερίδα αντέδρασε σφόδρα και φρόντισε να συγκεντρώσει η Κοινότητα και άλλα στοιχεία και το μπάζωμα έμεινε εκεί που δείχνει η φωτογραφία. Έτσι τη γλύτωσε η παλιά Λιμνοθάλασσα από το μπάζωμα και με όποιες αβαρίες ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ.
Και πάλι πέρασαν τα χρόνια και άγνωστο ποιοι και για ποιο σκοπό έσκαψαν τη μισή λουρίδα γης που απομόνωνε τη νέα από τη παλιά και έτσι το νερό μπαινόβγαινε και πήρε πάλι τ’ απάνω της και η παλιά Λιμνοθάλασσα. Στο άνοιγμα αυτό συνηθίζουν να κάνουν λασπόλουτρα λίγοι Ερμιονήτες ακόμη και σήμερα, ενώ στη δίπλα επίπεδη λασπουριά έμαθε οδήγηση η μισή Ερμιόνη.
Τι βυτία με υγρά καθαριστηρίων και άλλων εργαστηρίων, αλλά και βοθρολυμάτων δέχθηκε, τι σκουπίδια και κλαδέματα, τι ψοφίμια. Όλα τα….. κομποστοποίησε, τα χώνεψε και ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ! Εις πείσμα των καιρών. Χώνεψε και τρελά πράγματα! Κάποιος μετέφερε και πέταξε κάτω από τα σκίντα μια μεγάλη οβίδα (!!!). Προφανώς από το φορτίο του ΟΛΛΑΝΔΙΑ ή από αυτές που έριξαν τα στούκας και δεν έσκασαν. Σιγά σιγά την κατάπιε και τη … χώνεψε ο βούρκος της λίμνης.
Τώρα την έχουμε αφήσει τη Λιμνοθάλασσα στην ησυχία της, αλλά αυτή δεν λέει να ησυχάσει. Ξανά ισιώνει τους αμμόλοφους και το κανάλι όπως βλέπετε στη φωτογραφία σε λίγα χρόνια θα κλείσει, ενώ θα απομείνει μια στενή και βαθιά διώρυγα, που θα μπαινοβγάζει τη θάλασσα. Κάποια μέρα, με σφοδρή θαλασσοταραχή και κατακλυσμό η παλιά Λιμνοθάλασσα θα σπάσει τα δεσμά της παλιάς μπούκας της και θα ξανοιχθεί στη θάλασσα, όπως έτσι είχε προορίσει η φύση. Και την μπούκα της προς την νέα σιγά σιγά θα την κλείσει και αυτή η άμμος και το λεπτό χώμα που κουβαλάνε τα ρέματα. Έτσι θα γιατρευτεί μόνη της η Λιμνοθάλασσα των Ποτοκίων μακρυά από τη μανία της Διοίκησης που θέλει να την αξιοποίηση, διάβαζε να σκοτώσει μια ολοζώντανη Λιμνοθάλασσα.
Αλλά δεν πρόκειται να το επιτρέψει η Κοινότητα της Ερμιόνης και τα μέλη της. Η ανοησία έχει και τα όριά της.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου