Καλοκαίρι 1956.
Ήταν, θαρρώ, λίγες μέρες μετά τη γιορτή
των Αγίων Αναργύρων. Τα σχολειά είχαν κλείσει και οι καλοκαιρινές μας
δραστηριότητες και τα παιχνίδια βρίσκονταν στις δόξες τους: Ψάρεμα, μπάλα, μπάνιο,
καραγκιόζια αλλά και ό,τι ζαβολιά βάζει
το μυαλό του ανθρώπου που τη βαφτίζαμε … παιχνίδι.
Το σημαντικότερο όμως ήταν πως οι
σχέσεις των παιδιών της πανωμεριάς (Ταξιαρχιώτες) και της κατωμεριάς
(Λιμανιώτες) είχαν διαταραχθεί επικίνδυνα κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα της
σχολικής χρονιάς και ισορροπούσαν σε τεντωμένο σχοινί.
Οι Ταξιαρχιώτες ένιωθαν προσβεβλημένοι
και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να πάρουν εκδίκηση. καθώς κάποια γεγονότα
είχαν προηγηθεί με πρωταίτιους τους Λιμανιώτες.
Μια φορά, καθώς κατεβαίναμε στο Λιμάνι, μας
είχαν κυνηγήσει με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιήσουμε την καθιερωμένη κυριακάτικη
βόλτα. Άλλη φορά πάλι είχαν πιάσει αιχμάλωτο τον φίλο μας τον Π. Τον είχαν ρίξει
κάτω και τον απειλούσαν να τον τρυπήσουν με ακίδες από αθάνατα καρφωμένα πάνω
σε ξύλα, που προξενούσαν φοβερό πόνο, αν δε μαρτυρούσε τα μυστικά μας. Είχαν
βγάλει, μάλιστα, και σχετική φωτογραφία και μας
την είχαν στείλει για εκφοβισμό!
Αυτές οι «αναίτιες» προκλήσεις και προσβολές μάς είχαν
θυμώσει πολύ και θέλαμε να ξεπλύνουμε τη ντροπή! Έτσι προετοιμαζόμασταν για τη
μεγάλη επίθεση, όταν τα σχολεία θα έκλειναν και το …πεδίο θα ήταν ελεύθερο.
Καθημερινά, ανεβαίναμε στο Κρόθι ή στον Προφήτη Ηλία
και κόβαμε μακριές φούρκες από τα βένια, να τις χρησιμοποιήσουμε για όπλα. Πηγαίναμε
στις γκουλούμες και μαζεύαμε τα καπάκια από τους τενεκέδες του πετρελαίου που θα
γίνονταν οι ασπίδες μας, καθώς και σχισμένες πέτσινες μπάλες και λαστιχένια
τόπια που θα φορούσαμε για «κράνη» την ώρα της μάχης. Ετοιμάζαμε και ένα… φονικό
όπλο, τις μπέζιζες (σφεντόνες), συγκεντρώνοντας κατάλληλα βότσαλα – σφαίρες,
που θα εκτοξεύαμε κατά των εχθρών.
Για να έχουμε ακμαίο φρόνημα και να εμψυχώνονται οι λιγόψυχοι,
στολίζαμε τη γειτονιά που βρισκόταν το αρχηγείο μας με σημαίες, φτιαγμένες από χαρτιά
χρωματισμένα μπλε, με λουλάκι ή μελάνι. Τα βράδια κάναμε νυχτερινές παρελάσεις,
λαμπαδηφορίες, κρατώντας αναμμένους «πυρσούς». Ξύλα, δηλαδή, που είχαν καρφωμένο
στην άκρη τους ένα τενεκεδάκι από γάλα Βλάχας με στουπί στο εσωτερικό του ποτισμένο
με πετρέλαιο. Φωνές, εμβατήρια, πολεμικοί ήχοι τυμπάνων, σφυρίγματα δυνατά
συνόδευαν τις …κινητοποιήσεις και ηλέκτριζαν την ατμόσφαιρα. Το θέαμα ήταν
μοναδικό, ενώ το ηθικό μας ανέβαινε στα … ύψη!
Τα μαντάτα κι από τις δυο πλευρές πήγαιναν κι
έρχονταν. Οι προκλήσεις «θα σας φάμε, θα σας σκίσουμε» και τα παρόμοια έδιναν
κι έπαιρναν. Τύμπανα εμφυλίου πολέμου άρχισαν να ηχούν, οι εξελίξεις ήταν
ραγδαίες και η σύρραξη αναπόφευκτη. Έτσι ορίστηκε η ημέρα της μάχης στο Μπίστι,
στο Μύλο, ένα απόγευμα καθημερινής για να μην υπάρχει κόσμος.
Αρχηγός στους Ταξιαρχιώτες ήταν ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου,
ο Μπαλέτος, υπαρχηγός ο μακαρίτης Απόστολος (Τσόλης) Σχοινάς, μπροστά τα
ατρόμητα παλληκάρια μας Αργύρης Ντανές και Αντώνης Δράκας και πίσω οι υπόλοιποι, καμιά πενηνταριά
Ταξιαρχιώτες, Μυλιώτες, Καραβανιώτες και λίγοι Μαντρακιώτες που ήταν σύμμαχοί
μας. Νακαίοι, Σχοινάδες, Αγγελήδες, Σκούρτηδες, Οικονομαίοι, Προκοπαίοι,
Μερτυραίοι, Μαρμαρινοί, Σπετσιώτηδες και άλλοι… Μαζί μας ήταν και ο Κόλλιας
Ευστρατίου από το Χαϊδάρι, παιδί γερό και άφοβο.
Αρχηγός στους Λιμανιώτες ήταν ο Άκης Μπόλμπος,
ατρόμητος πολεμιστής και ο Γιώργος Συρίγος, ο «Γκατζίλας» -έτσι τον έλεγαν, και
μαζί τους Κωστιλεναίοι, Σαρρήδες, Τσελαίοι, ο Γιάννης Γκολεμάς και ορισμένοι
άλλοι φίλοι τους από το Μπίστι και τα Μαντράκια.
Νωρίς, το απόγευμα της μεγάλης μέρας «ορδές βαρβάρων» -
Ταξιαρχιωτών με όλο τον εξοπλισμό κατεβαίναμε τον κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο,
για να φτάσουμε στο Μπίστι. Ο κόσμος που μας έβλεπε σταυροκοπιόταν και σχολίαζε:
- Μωρ’ τι είναι όλοι ετούτοι; Πού πάνε έτσι ντυμένοι; Πω-πω!
Να δείτε που σήμερα θα το κάνουνε το θαύμα! Και κάποιοι άλλοι συμπλήρωναν...
- Δεν πάμε να το πούμε σ’ εκείνη την κυρα-Κατίνα, είναι κι
ο Γιάννης μαζί τους, να βγει να τους μαζέψει…
Διασχίζοντας τον μέσα δρόμο της Ερμιόνης και στη
συνέχεια του Μπιστιού, στρατοπεδεύσαμε εκατό, περίπου, μέτρα απέναντι από τον
Μύλο. Τον περικυκλώσαμε και σε λίγο το μεγάλο πανηγύρι άρχισε. Οι πέτρες και
από τις δυο πλευρές πέφτανε βροχή. Οι μπέζιζες είχαν πάρει φωτιά και
σφυροκοπούσαν ανελέητα τον αντίπαλο. Κόλαση! Τέτοιο πανηγύρι με τόσο μεγάλη
διάρκεια, δεν είχαμε ξαναζήσει! Ο ιδρώτας από τη ζέστη και την προσπάθεια
έλουζε το κορμί, ενώ το χώμα από τις πέτρες και τη σκόνη είχε γίνει λάσπη κι έβαφε
τα πρόσωπά μας.
Ο Μύλος, ωστόσο, παρ’ όλη την προσπάθεια, παρέμενε απόρθητος!
Την είσοδό του, που ήταν καλά κλεισμένη με μεγάλα ξύλα, την φρουρούσαν
επίλεκτοι Λιμανιώτες. Καθώς η ώρα περνούσε και το ποθητό αποτέλεσμα δεν ερχόταν,
πήραμε τη μεγάλη απόφαση: Να καταλάβουμε τον Μύλο με μετωπική επίθεση και πάλη σώμα
με σώμα μπαίνοντας από την είσοδο! Μια ομάδα παιδιών με αρχηγούς, νομίζω, τον
Αργύρη και τον Αντώνη αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή.
Είχε κοπάσει για λίγο ο πετροπόλεμος και βρίσκουμε την
ευκαιρία κάνοντας μια κυκλωτική κίνηση να ανέβουμε το πέτρινο πεζούλι του Μύλου
και να φτάσουμε στην είσοδό του. Τα ξύλινα εμπόδια υποχωρούν και εισβάλουμε στον
Μύλο. Το τι έγινε εκείνη την ώρα δεν περιγράφεται. Το ξύλο που έπεφτε και από
τις δυο πλευρές ήταν φοβερό και αλύπητο. Επικρατούσε πανδαιμόνιο!
Σε μια στιγμή ο Κ. που ήταν σκαρφαλωμένος στο ψηλότερο
σημείο του Μύλου, ξεκολλάει μια μεγάλη πέτρα και την ρίχνει κάτω.1 Βρίσκει τον
Αλέκο στο κεφάλι και το αίμα αρχίζει να τρέχει ποτάμι. Όλοι τα χάνουμε! Οι
μικρότεροι βάζουν τα κλάματα, ενώ ο δράστης, μέσα στη σύγχυση που επικρατεί,
εξαφανίζεται. Όλοι, τούτη τη δύσκολη στιγμή, γινόμαστε ένα και προσπαθούμε να
σταματήσουμε το αίμα. Ο Γκολεμάς σχίζει το κοντό παντελόνι του και βάζει το
πανί πάνω στην πληγή, ενώ εγώ προσπαθώ με το φανελάκι μου να δέσω το κεφάλι του
Αλέκου. Τα αδέλφια του, μετά την πρώτη τρομάρα, με τη συνοδεία και άλλων
παιδιών τον πηγαίνουνε σπίτι, εγκαταλείποντας
τα όπλα και τα λάφυρα του «πολέμου» στο πεδίο της μάχης. Ευτυχώς το τραύμα δεν
ήταν τόσο σοβαρό, ούτε τα γεγονότα πήραν τόση μεγάλη έκταση, όση υπολογίζαμε.
Πετροπόλεμο ξανά δεν παίξαμε και η αντιπαλότητα μεταξύ
μας μεταφέρθηκε σε άλλους τομείς, όπως το ποδόσφαιρο, όπου πράγματι οι
Λιμανιώτες ήσαν καλύτεροι. Βέβαια τα επεισόδια ποτέ δεν έλειπαν και με την
παραμικρή αφορμή γενικεύονταν. Με τον καιρό όμως κι αυτά ξεπεράστηκαν, γιατί
άλλα ενδιαφέροντα μπήκαν στη ζωή μας. Η κάθοδός μας στο Λιμάνι και η παρουσία
μας εκεί, ιδιαίτερα τις Κυριακές ήταν… απαραίτητη! Νέες φιλίες μεταξύ των
παιδιών δημιουργήθηκαν και «οι δεσμοί της γειτονιάς» άρχισαν να χαλαρώνουν.
Σήμερα, εξήντα περίπου χρόνια μετά, ο Ανάργυρος, ο
Αργύρης, ο Τάσος, ο Κοσμάς, ο Αντώνης, ο Δημήτρης, ο Τάσος, ο Αργύρης ο
Μπούλης, ο Προκόπης, ο Κώστας, ο Γιάννης, ο Νίκος, ο Απόστολος, ο Κυριάκος, ο
Σπύρος, ο Απόστολος, ο Γιάννης, ο Κοσμάς, ο Ανάργυρος, ο … λείπουν. Ας είναι τούτες
οι αναμνήσεις μου μνημόσυνό τους …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου