πηγη:Kαθημερινή
Tο ελληνικό κράτος θρησκεύεται. Για να εδραιωθεί η θρησκευτική ελευθερία σε ένα τέτοιο κράτος, δεν είναι (απλώς) το Σύνταγμα που πρέπει να αλλάξει. Είναι οι απτές παραστάσεις που καθορίζουν την καθημερινότητα στις ζωές μας. Κάποιες από αυτές αναπαράγονται παρά το Σύνταγμα, κάποιες αδιάφορα προς αυτό, και κάποιες –λίγες– εκπορεύονται από αυτό. Για τις τελευταίες, και μόνο, χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση.
Ορθώς η πολιτειακή θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ονομαστεί (από τον καθηγητή Δ. Δημούλη) καθεστώς πολλαπλά επιβαλλόμενης θρησκείας. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκευτική ελευθερία συνυπάρχει με ένα καθεστώς που θέτει την Ορθοδοξία σε δεσπόζουσα θέση στις ζωές των ανθρώπων. Ο κοινωνικός καταναγκασμός της βάπτισης και των θρησκευτικών όρκων, ο κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών, το πλήθος των θρησκευτικών εικόνων σε δημόσιους χώρους, οι αγιασμοί, η προνομιακή μεταχείριση των ορθοδόξων χώρων λατρείας έναντι εκείνων άλλων θρησκειών, είναι μερικά μόνο από τα στιγμιότυπα αυτής της πολλαπλής επιβολής.
Απ’ όλα αυτά, μόνο η αλλαγή του κατηχητικού χαρακτήρα των Θρησκευτικών μάλλον προϋποθέτει αναθεώρηση του Συντάγματος, κι αυτό εξαιτίας της σκοταδιστικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν το ΣτΕ είχε αποφανθεί κανονικά (στοιχειωδώς φιλελεύθερα), ούτε γι’ αυτό θα χρειαζόταν αναθεώρηση του Συντάγματος.
Τα Συντάγματα είναι εγγυήσεις ελευθερίας και σύμβολα ενότητας. Το ότι το Σύνταγμά μας προβλέπει μια «επικρατούσα θρησκεία» είναι σύμβολο ταυτότητας της χώρας. Δεν είναι εμπειρική διαπίστωση. Αν το διατηρήσουμε, σημαίνει ότι το αναγνωρίζουμε ως τέτοιο σύμβολο. Ειδική προσθήκη περί «ουδετερότητας του κράτους» στο ίδιο άρθρο, παρέλκει καθώς το άρθρο 13 ούτως ή άλλως συνομολογεί ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη». Ας αποφασίσουμε τι θέλουμε! Και «επικρατούσα θρησκεία» και «ουδετερότητα» είναι απλώς α-νόητο...
Τα Συντάγματα είναι εγγυήσεις ελευθερίας και σύμβολα ενότητας. Το ότι το Σύνταγμά μας προβλέπει μια «επικρατούσα θρησκεία» είναι σύμβολο ταυτότητας της χώρας. Δεν είναι εμπειρική διαπίστωση. Αν το διατηρήσουμε, σημαίνει ότι το αναγνωρίζουμε ως τέτοιο σύμβολο. Ειδική προσθήκη περί «ουδετερότητας του κράτους» στο ίδιο άρθρο, παρέλκει καθώς το άρθρο 13 ούτως ή άλλως συνομολογεί ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη». Ας αποφασίσουμε τι θέλουμε! Και «επικρατούσα θρησκεία» και «ουδετερότητα» είναι απλώς α-νόητο...
Το ότι το προοίμιο του Συντάγματός μας εισάγεται «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» είναι σύμβολο της θρησκευτικής κυριαρχίας της Ορθοδοξίας. Κρατώντας το, αναγνωρίζουμε αυτή την κυριαρχία και τις πραγματικές συνέπειές της στις ζωές μας. Το θέλουμε;
Θα πει κανείς: «Μα, η Ιστορία;». Φυσικά, το ελληνικό έθνος έχει ιστορικά αδιάλυτους δεσμούς με την Ορθοδοξία, επομένως το ελληνικό κράτος έχει, με τη σειρά του, χτίσει αντίστοιχους δεσμούς με την Εκκλησία. Πιο πεζούς και αγοραίους είναι αλήθεια, αλλά σε τελευταία ανάλυση ιστορικά κατανοητούς. Η ιστορική παράδοση, ωστόσο, δεν είναι ένα δεμάτι ξύλα. Δεν μεταφέρεται ως έχει. Υπάρχει, αλλά διαρκώς μορφοποιείται και ερμηνεύεται. Αν το 1824 και μετά είχαν πρυτανεύσει οι απόψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και ο Αδαμάντιος Κοραής, τέτοιο προοίμιο δεν θα είχαμε. Ας αποφασίσουμε τι θέλουμε σήμερα! Το αν ο ελληνικός λαός θέλει οι δεσμοί έθνους και θρησκείας να μετουσιώνονται σε δεσμούς κράτους και Εκκλησίας –αν π.χ. θέλει οι κληρικοί να είναι δημόσιοι υπάλληλοι– είναι ένα πολιτικό ερώτημα, η απάντηση του οποίου δεν πηγάζει ούτε μπορεί να θεμελιώνεται στην Ιστορία αλλά στη κυρίαρχη βούληση μιας κοινότητας.
Αν όμως ο εκάστοτε «Αμβρόσιος» επιθυμεί να σπέρνει το μίσος στο ποίμνιό του, επειδή έτσι αντιλαμβάνεται το καθήκον του, τότε το πράγμα αλλάζει. Το ζήτημα δεν είναι απλώς πολιτικό. Γίνεται νομικά κολάσιμο και οικονομικά σκανδαλώδες, διότι επιπλέον το κάνει ως δημόσιος λειτουργός. Αν, τέλος, κάποιος δεν επιθυμεί να υφίσταται διακρίσεις επειδή δεν θρησκεύεται όπως θέλει ο θεολόγος του σχολείου ή ο παπάς της ενορίας του, τότε πάλι το ζήτημα δεν είναι τι λέει η πλειοψηφία, αλλά πώς έκαστος εξ ημών αντιλαμβάνεται την ελευθερία του.
Εν κατακλείδι, τα επίπεδα παρέμβασης είναι πολλαπλά: πολιτικό, δικαστικό, νομοθετικό και το συνταγματικό. Κανένα δεν προσφέρεται για υπεκφυγές. Ενα είναι όμως βέβαιο: αν προσποιηθούμε ότι εναποθέτουμε τα πάντα στο Σύνταγμα και τελικά καταλήξουμε να τα «στριμώξουμε» όλα εκεί, δεν παρέχουμε καλές υπηρεσίες. Ούτε στο Σύνταγμα ούτε στη θρησκευτική ελευθερία.
* Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου