(Αναδημοσίευση)
Έχουμε και πάρα έχουμε μύθο
(μη παραμυθιαστούμε όμως γιατί η παραγωγή και η αγορά είναι πολύ δύσκολο πράγμα)
Το ρόδι είναι της χαράς, της γονιμότητας, της υγείας αλλά και του κάτω κόσμου. Για το ρόδι και τη ροδιά στη μυθολογία μας είναι εύκολο να εντοπίσετε πολλά στοιχεία στο διαδίκτυο.
Το ρόδι σχετίζεται ως προς την μυθολογία με την Ερμιόνη ως περιοχή και ως οικισμός. Το ρόδι και η ροδιά σχετίζονται κυρίως με την Περσεφόνη, τη Δήμητρα, την Ήρα, αλλά και με τον Διόνυσο και την Αφροδίτη. Ο Παυσανίας αναφέρει το ιερό της Ήρας στον Πρώνα, στο σημερινό λόφο των Μύλων. Δυστυχώς τα ελάχιστα ίχνη αυτού του πανάρχαιου ιερού τα εξαφανίσαμε εν αγνοία μας, όταν κτίσαμε στη θέση αυτή, στη δυτική άκρη του Πρωνός, τη δεξαμενή ύδρευσης του χωριού.
Στον ναό των Ταξιαρχών υπήρχε ο ναός της Δήμητρας, πιο πέρα, στο κτήριο της σημερινής Δημοτικής Βιβλιοθήκης, η στοά της Ηχούς που είχε σχέση με τον κάτω κόσμο. Εδώ έχουμε και σημαντικότατα αρχαιολογικά ίχνη.
Η Ερμιόνη είναι ένα από τα μέρη που κατά την αρχαιότητα πίστευαν ότι έγινε το μεγάλο χάσμα που κατάπιε την Περσεφόνη προς τον κάτω κόσμο. Και έμεινε εκεί, γιατί έφαγε σπόρους ροδιού. Και η γιορτή της Δήμητρας και της Κόρης στην Ερμιόνη ήταν διάσημη σε όλον τον ελλαδικό χώρο.
Σε αρχαία κοσμήματα, μάλιστα από την Γεωμετρική Περίοδο, που έχουν βρεθεί στην Ερμιόνη, μικρά ρόδια μπρούτζινα κοσμούν τις άκρες των κοσμημάτων.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο, ότι δεν είναι δυνατόν να μην έπαιζαν στην Ερμιόνη
πρωτεύοντα ρόλο στις τελετουργίες, στις μαγικές πράξεις, στα λαϊκά δρώμενα και στις θεραπείες, τα ρόδια και η ροδιά. Και μάλιστα τα γλυκά ρόδια, γιατί η γλυκύτητα των καρπών παρέσυρε την Περσεφόνη να τα φάει.
Άρα αν θέλεις ΠΟΠ κι αν θέλεις μύθο για τα ρόδια σου, έχεις τον ισχυρότερο για την αρχαιότητα.
Πώς τον εκμεταλλεύεσαι;
Τον διατυπώνεις στη διαφήμιση, στο όνομα, στην ετικέτα, στα βιβλία, στα σχολεία, στα μαγαζιά κ.λ.π. κοινώς τον διαδίδεις, τον σκορπάς παντού, ώστε αυτόματα ο τόπος να σημαίνει το προϊόν και το προϊόν τον τόπο. Θυμηθείτε τα «φιστίκια Αιγίνης». Όταν τα τρως σκέπτεσαι την Αίγινα, το θαυμάσιο κλίμα της, τα κτήματα με τις φιστικιές ακόμη και σήμερα που τα κτήματα γίνανε εξοχικά. Και όταν μιλάς για την Αίγινα σου έρχεται να μιλήσεις πρώτα για τα φιστίκια της. Μεγάλη σημασία το προϊόν να ταυτίζεται με τον τόπο παραγωγής του, μεγάλη η δύναμη του ονόματος αλλά και του τόπου στην αγορά.
Άρα ο επισκέπτης, ο τουρίστας, αναζητά και τα ίχνη του μύθου του ροδιού και της ροδιάς στην Ερμιόνη. Ε, εδώ όντως συμβολική, συνάμα και ευφυής, η κίνηση του Λάζαρου και του Δημήτρη να φυτέψουν μια «γέρικη ροδιά, μια γιαγιά ροδιά» από το περιβόλι του μπάρμπα Δημήτρη Κόντου στη μέση του Λιμανιού Ερμιόνης, όπου όλα τα ισοπεδώνει η τσιμεντίλα και η πίσσα. Πολλές ροδιές πρέπει να φυτευτούν στο Λιμάνι, στ’ Αλώνια, στα στενά και τα παρκάκια της Ερμιόνης, στις αυλές και να πέφτουν οι κλάρες τους πάνω από τις μάντρες. Δηλαδή και ο ανυποψίαστος επισκέπτης να το προσέξει και να αναρωτηθεί «γιατί τόσες πολλές ροδιές σ’ αυτόν τον τόπο; Πολύ ωραίο είναι». Ήδη συνάντησε το προϊόν μας.
Στον πάνω μαχαλά, γύρω από τον Ναό Ταξιαρχών, της Παναγίας, το κτήριο του ΙΛΜΕ, της Βιβλιοθήκης, να επικρατεί η ροδιά, ως ιερό δέντρο. Και φυσικά το Καταφύκι, το χάσμα που άνοιξε και κατάπιε την Περσοφόνη, γύρω από το εκκλησάκι του Άη Νικόλα (ο Άη Νικόλας όταν είναι στεριανός, συνδέεται με τον Ποσειδώνα, τον θεό των υδάτων αλλά και του κάτω κόσμου) και στις μπάντες του χωματόδρομου που φτάνει μέχρι το γεφύρι.
Όλα τα ως άνω είναι απλώς διακοσμητικά, όταν λείπει το προϊόν. Η οικονομική και όχι μόνο σημασία τους πάει παρέα με το προϊόν.
Άρα για τα γλυκά ρόδια μας, τα ρόδια ΕΡΜΙΟΝΗΣ έχουμε τον ισχυρότερο μύθο της χώρας μας και από τους ισχυρότερους μύθους της Μεσογείου.
Η περιοχή μας φαίνεται ότι έχει μια συνέχεια κατοίκησης από τα πανάρχαια χρόνια η οποία μάλλον δεν διακόπηκε κατά τους αρχαίους και νεώτερους ‘σκοτεινούς αιώνες’. Αυτό προσπαθώ να στηρίξω από άποψη παραγωγικών δέντρων ελιάς στο βιβλίο μου, τουλάχιστον για τους νεώτερους ‘σκοτεινούς αιώνες’.
Για το ρόδι και τη ροδιά η λαϊκή αλλά και η επίσημη αντίληψη δεν άλλαξε ούτε από την Χριστιανική, ούτε από την Μουσουλμανική Θρησκεία, δηλαδή δεν έγινε ξαφνικά ‘το κακό δέντρο με τους κακούς καρπούς’, όπως συνέβη με πολλά προϊόντα, όπως το κρασί, το χοιρινό κρέας, ακόμη και με πολλά χρώματα και βαφές. Δηλαδή το ρόδι καταναλώνεται σε όλον τον κόσμο χωρίς καμιά προκατάληψη. Και αυτό είναι πολύ θετικό, γιατί έχει εξασφαλισμένη θέση στην αγορά, πράγμα που δεν ισχύει για το ελαιόλαδο όπως θα δούμε προσεχώς.
Φυσικά και δεν ισχυρίζομαι ότι υπάρχει συνέχεια και στα ρόδια, δηλαδή ότι από τοπικές αρχαίες ροδιές που κάνανε γλυκά ρόδια προέρχονται οι σημερινές. Αλλά δεν έχω και στοιχεία στα χέρια μου, ώστε να το αποκλείσω. Γιατί κάλλιστα μπορούσαν ορισμένες ροδιές να επιβιώσουν έναν και δύο αιώνες σε έναν εγκαταλειμμένο οικισμό ο οποίος μετά επανακατοικείται από πληθυσμό που γνωρίζει τη ροδιά. Αλλά και σε ιερούς τόπους που ίσως δεν εξαφανίστηκε πλήρως η κατοίκηση, όπως τα μοναστήρια, μπορεί να διασωθούν ροδιές.
Αλλά και τα ως άνω, όταν πρόκειται για τη στήριξη τοπικού προϊόντος μπορούν να στηριχθούν σιωπηρώς. Γιατί, όταν στο μύθο της ροδιάς συμπλέξεις την άποψη ότι ο τόπος μας κατοικείται χωρίς διαλείμματα από τους ελληνικούς χρόνους, αφήνεις το ερώτημα να το απαντήσει ο πελάτης, και αυτό είναι καλύτερο, γιατί του δίνεις χώρο για τη δική του μυθοπλασία. Γιατί όταν διαβάζεις ότι το τάδε προϊόν από ρόδι προέρχεται από τις ροδιές της κοιλάδας Μπεκάρ της Συρίας, στο μυαλό δεν σου έρχεται να ρωτήσεις πότε τις φυτέψανε, αλλά πλάθεις με τη φαντασία σου την αρχαία Φοινίκη, τις αρχαίες αυτοκρατορίες της περιοχής, τους Μουσουλμάνους κατακτητές και φτιάχνεις μύθο μόνος σου.
Είναι μεγάλη δύναμη το όνομα και ο τόπος στην αγορά και δίδονται μάχες για το ποιος επιτρέπεται να το χρησιμοποιεί και να το κατέχει.
Και ένα παράδειγμα:
«Σαρδέλες Καλλονής». Μόλις το ακούς το μυαλό σου πάει στον κόλπο της Καλλονής στη Λέσβο, κλειστός και θερμός που παράγει την πιο νόστιμη μικρή σαρδέλα της χώρας. Πας λοιπόν στο ομώνυμο χωριό της Λέσβου που βρίσκεται στον μυχό του κόλπου ζητάς σαρδέλες Καλλονής και σου δίνουν κονσέρβα Σαρδέλες Calonis. Τις παίρνεις με χαρά, που πρόλαβες και δεν τις πήρε άλλος, αλλά και με ικανοποίηση που αυτό το προϊόν πάει πλέον σε όλo τον κόσμο, γι’ αυτό και το ξενόγλωσσο Calonis.
Άμα όμως ψάχνεις για μαγαζί και πέσεις σε κανέναν παλιό Μυτιληνιό και του πεις ότι θέλεις σαρδέλες Καλλονής, θα σου απαντήσει με φυσικό τρόπο: «πες σε κανένα ψαρά, άμα πιάσει να σου κρατήσει λίγες, να μου κρατήσει και μένα. Άμα πιάσει, γιατί έχουν πια χαθεί από το πολύ ψάρεμα». «Καλά και οι κονσέρβες που πήρα;» Ε, τότε ρίχνει ένα πονηρό γέλιο και φεύγει. Πας σπίτι και διαβάζεις ότι η κονσέρβα έχει διεύθυνση τον Βόλο, και μπορεί επί χρόνια να τρως .... βολιώτικες που και πάλι μπορεί να είναι από οπουδήποτε. Και τυπικά δεν παρανομεί ο κονσερβοποιητής γιατί το επίθετό του είναι Καλονής!
Να λοιπόν τι κάνει το όνομα. Είναι τόσο ισχυρό που και ο πραγματικός παραγωγικός τόπος πουλάει ... μαϊμού ενώ συγχρόνως είναι στα μαχαίρια με τον παραγωγό του Βόλου. Και οι Σαρδέλες Καλλονής σήμερα είναι ένα διάσημο όνομα, χωρίς ....προϊόν. Και τι να κάνουν τη διασφάλιση του ονόματος όταν δεν έχουν σαρδέλα;
Γι αυτό ΠΟΠ σημαίνει όνομα, τόπος, προϊόν, ή μάλλον αντίστροφα. Όμως και τα τρία μαζί!
Και τα ρόδια τα γλυκά που τρώμε στην Ερμιόνη πώς γίνανε στον τόπο μας;
Αυτό στο επόμενο.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου