Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Αυτοκρατορικά χρυσόβουλα στο σύγχρονο Δίκαιο



Γραφει ο Aντωνης Kαρκαγιαννης..(Πηγή..:Καθημερινή)


Θέμα τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σιγίλια ή τα σουλτανικά φιρμάνια, τα οποία επικαλείται ο «άγιος» ηγούμενος της Μονής Βατοπεδίου για να δικαιολογήσει τη λεηλασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Και η κυβέρνηση των «παραπλανηθέντων υπουργών» καμώνεται ότι παίρνει στα σοβαρά τα επιχειρήματά του και... τα παραπέμπει στη Δικαιοσύνη.
Εντούτοις, τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σιγίλια, ανεξαρτήτως της τύχης που είχαν στα χέρια πονηρότατων και αδηφάγων καλογήρων (όχι μόνο τώρα, αλλά επί αιώνες) παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό και θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο φίλτατος δικηγόρος, με ευρύτατη νομική (και όχι μόνο) παιδεία και σκέψη, ο Χρίστος Ζουράρις, μου έστειλε επί του θέματος την ακόλουθη επιστολή την οποία και παραθέτουμε αυτούσια:
Αγαπητέ μου Αντώνη
Πολύ φοβούμαι πως η δικαιολογημένη οργή σου για το επιχειρηματικό πλιάτσικο που κατόρθωσαν οι μοναχοί της Μονής Βατοπεδίου μαζί με τους συνεργούς τους, σε οδήγησε σε μια αδικαιολόγητη διαγραφή βασικών πτυχών της ιστορίας του ελληνικού Δικαίου. Διερωτήθηκες (ρητορικώς) αν είναι δυνατόν στην εποχή μας να αναγνωρίζονται τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και τα σιγίλια ως έγκυροι τίτλοι ιδιοκτησίας, όταν όλα αυτά είναι κατάλοιπα μεσαιωνικών φεουδαρχικών καθεστώτων και, συνεπώς, μη συμβατά με το νομικό μας σύστημα, το οποίο δεν ανέχεται φεουδαρχικές σχέσεις ιδιοκτησίας;
Η αντίρρησή σου είναι δογματικώς άψογη και δημοκρατικώς ανεπίληπτη. Πώς όμως, εξηγείται το γεγονός ότι τα πρώτα Συντάγματα που ψήφισε ο επαναστατημένος ελληνικός λαός –τα πλέον δημοκρατικά της εποχής τους μαζί με το Σύνταγμα των ΗΠΑ– αναγόρευσαν ως ισχύον Δίκαιο στην Ελλάδα «τους νόμους των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων» – κανόνα που επανέλαβαν εν συνεχεία τόσο ο Καποδίστριας όσο και η βαυαρική αντιβασιλεία; Και πώς εξηγείται το γεγονός ότι μέχρι να τεθεί σε ισχύ ο Αστικός μας Κώδικας, δηλαδή το έτος 1946, οι αυτοκρατορικοί νόμοι αποτελούσαν το εφαρμοζόμενο στον τόπο μας αστικό δίκαιο; Και, τέλος, γιατί ο Αστικός μας Κώδικας περιέλαβε, σε νέα διατύπωση, διατάξεις του αυτοκρατορικού δικαίου, αντί να ιδρύσει εκ του μηδενός μια νέα έννομη τάξη;
Αυτά, ως μια μικρή νύξη για ένα από τα «παράδοξα» της ιστορίας των θεσμών μας, που όμως δεν είναι τόσο παράδοξα, αν αναλογισθούμε σε ποια ιδεολογική βάση θέλησαν να θεμελιώσουν το αρτισύστατο ελληνικό κράτος οι επαναστατικές συνελεύσεις. Και που φαίνονται παράδοξα μόνο σε όσους επιθυμούν –σώνει και καλά– να προσδώσουν στους θεσμούς μας μια άπεφθη ρεπουμπλικανική καθαρότητα, εμπνευσμένη από το πρότυπο που δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση του 1789.
Η επανάσταση όμως αυτή, παρά το περί του αντιθέτου θρυλούμενα, δεν έμοιαζε τόσο πολύ με τη δική μας. Και αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση, σε αντίθεση με τη γαλλική, η οποία επεδίωξε την καθολική ρήξη (με το παλαιό καθεστώς, την Εκκλησία, τους θεσμούς, ακόμη και με την ιστορία) υπήρξε μια εξέγερση που προέταξε την ενότητα και τη συνέχεια. Ενοποίησε ιδεολογικά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, φιλοδόξησε να αποκαταστήσει το παλαιό κλέος, ανήγαγε την Ορθοδοξία σε περιωπή «επικρατούσης θρησκείας» και μέσα σε αυτήν την προοπτική ήταν απόλυτα φυσικό να αναγνωρίσει ως ισχύον δίκαιο τους νόμους των «αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων». Και όλα αυτά –πράγμα αξιοθαύμαστο– χωρίς καμιά έκπτωση ως προς τα κεκτημένα του γαλλικού διαφωτισμού: την καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής και τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Αν, λοιπόν, μας ενοχλούν τα χρυσόβουλα και τα σιγίλια, αυτό δεν πρέπει να το καταλογίσουμε στους καλόγερους και τους συνεργούς του, αλλά σε μια καταστατική επιλογή που έκανε ο ελληνικός λαός, πριν από 180 χρόνια και για την οποία είναι αμφίβολο εάν έχει μετανοήσει: Τον συγκερασμό των αρχών του διαφωτισμού με την αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας και την επιβεβαίωση της εθνικής του ταυτότητας.
Συμπέρασμα: Δύο τινά μπορούν να συμβούν στο μέλλον. ΄Η να θεωρήσουμε ότι οι δημοκρατικοί μας θεσμοί πάσχουν από έλλειψη δογματικής καθαρότητας, οπότε οφείλουμε να εξοβελίσουμε τους αυτοκράτορες, τους δεσποτάδες, τους καλογέρους και το ένδοξο παρελθόν, με κίνδυνο όμως, να βρεθούμε ορφανοί σε αναζήτηση ταυτότητας. ΄Η να εμμείνουμε στην ιστορική μας συνέχεια και να εξακολουθήσουμε να πορευόμαστε επ’ ελπίδι αναστάσεως. Αδιέξοδο.
Φιλικά
Χριστος Ζουραρις
Στην αρχή επιχείρησα να απαντήσω στον Χρίστο Ζουράρι με επιχειρήματα απλής λογικής, της επιλεγόμενης «κοινής» παρ’ όλο που σπανίως είναι κοινή. Οτι στην εποχή μας, έστω και με χιλιόχρονα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, σιγίλια και σουλτανικά φιρμάνια δεν νοείται πλήρης και απόλυτη κυριότητα σε λίμνες, ποτάμια, σε δάση, σε ακτές, στο νερό και στον αέρα. Ολες οι νομοθεσίες όλων των χωρών (και η δική μας) παρακάμπτουν τους μεσαιωνικούς και φεουδαρχικούς τίτλους ιδιοκτησίας, προκειμένου να προστατεύσουν από τις απρόβλεπτες και ακόρεστες ορέξεις της ιδιοκτησίας κοινά αγαθά, απαραίτητα για τη ζωή μας.
Καθώς διαμόρφωνα με όρους απλής λογικής περίπου αυτή την απάντηση στον φίλο μου Χρίστο Ζουράρι σκέφθηκα ότι η απλή λογική είναι ανεπαρκής για να περιγράψει και να ερμηνεύσει φαινόμενα που τίθενται με όρους επιστημονικούς. Αυτό νομίζω ότι ισχύει για όλα τα θέματα ανάλογα με το πώς τίθενται. Ζήτησα τότε τη βοήθεια του επίσης φίλου και διακεκριμένου καθηγητή του Δικαίου, του Μιχάλη Σταθόπουλου, και τον παρακάλεσα να διαμορφώσει μια νομική απάντηση.
Μου έστειλε το ακόλουθο κείμενο, το οποίο επίσης παραθέτουμε αυτούσιο και με αυτό κλείνουμε, για την ώρα, τη συζήτηση...
Η παραχώρηση ιδιοκτησίας με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο δεν ήταν νόμος, αλλά ατομική πράξη, όπως τα σημερινά συμβόλαια. Αρα, οι επανεισαχθέντες με διάταγμα του 1835 (όχι με Συντάγματα) «νόμοι των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων» (δηλαδή γενικοί κανόνες και όχι ατομικές πράξεις) δεν περιλάμβαναν τα χρυσόβουλλα. Αν αυτά είχαν ισχύ, τούτο ήταν ανεξάρτητο από το Διάταγμα του 1835.
Ακόμη όμως και οι νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων κάθε άλλο παρά αναλλοίωτοι έμεναν στο νέο ελληνικό κράτος. Συντάγματα, νόμοι του κράτους, έθιμα κ.λπ. έθεσαν στο περιθώριο μεγάλο μέρος (ιδίως το αναχρονιστικό) του βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που διατηρεί απλώς ιστορική αξία.
Ειδικά το ιδιοκτησιακό καθεστώς το αλλοίωσαν ανά τους αιώνες, εκτός από τα Συντάγματα και τους νεότερους νόμους και διάφοροι άλλοι τρόποι, όπως απαλλοτριώσεις, αναδιανομές γης, κτήση της κυριότητας από νέους κατόχους με χρησικτησία και –το πιο κρίσιμο για την περίπτωσή μας– απώλεια των δικαιωμάτων λόγω αχρησίας. Οποιος δεν νέμεται (με συγκεκριμένες διακατοχικές πράξεις) ένα ακίνητο επί μακρά σειρά ετών χάνει τα δικαιώματα που του παρέχουν οι όποιοι τίτλοι του. Πρόκειται για έναν θεσμό που ίσχυε και στο βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο («αμνημονεύτου χρόνου παραγραφή», «longi temporis praescriptio»), αλλά ισχύει και υπό τον Αστικό μας Κώδικα. Και μόνο αυτό το τελευταίο –πλην των άλλων– έχει αποδυναμώσει από κάθε νομική αξία τα χρυσόβουλα. Μόνο αν οι μονές ασκούσαν με επίκληση έστω χρυσόβουλων, νομή στα διεκδικούμενα εδάφη και στα νεότερα χρόνια θα μπορούσαν πράγματι να ισχυριστούν ότι διατηρούν δικαιώματα.
Πάνω απ’ όλα είναι όμως οι σημερινές αρχές Δικαίου που δεν ανέχονται την «αυτοκρατορικώ δικαίω» εξουσία του αρχηγού του κράτους να παραχωρεί τμήματα της ελληνικής γης σε όποιους κατά βούληση επιλέγει. Τα σημερινά δημοκρατικά Συντάγματα έχουν άλλη ιεράρχηση αξιών. Υπάρχουν ωραίες παραδόσεις από το Βυζάντιο, που μπορούμε να τις τηρούμε. Σε αυτές βρίσκεται η ιστορική συνέχεια. Αλλά οι θεοκρατικές και μοναρχικές αντιλήψεις του Βυζαντίου είναι ασυμβίβαστες με τις σύγχρονες δικαιικές αντιλήψεις. Εκεί δεν μπορεί να υπάρχει συνέχεια.
Συμπέρασμα: Δεν πρέπει να συγχέουμε την όποια ιστορική σημασία των χρυσόβουλων με την καταρχήν ανύπαρκτη σημερινή νομική τους αξία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου