Το σχόλιο μας.
Τα πράγματα είναι πολύπλοκα κυρίως αν εξεταστούν οι εξής παράμετροι...
Με την ανάπτυξη των ΑΠΕ η ΔΕΗ χάνει την αξία της στον τομέα της παραγωγής.Αυτο δεν θα συνέβαινε αν τις είχε δοθεί το δικαίωμα να έχει σημαντικές εγκαταστάσεις ΑΠΕ.(Αντιμονοπωλιακή ποιτική της Ε.Ε,και λάθος ελληνική διαπραγμάτευση.).Μιά εναλλακτική λύση θα ήταν ηοι υποχρεωτικές συμπράξεις μ ε τους ΟΤΑ με ένα ποσοστό 20-25%
Ετσι έχουμε την σύνθετη κατάσταση όπου ο Ελληνας φορολογούμενος θα χάσει πολλα χρήμαατ λόγω της επομείωσης της αξίας της ΔΕΗ (το κράτος εμείς δλδ έχει σημαντική ευμμετοχή) και παράλληλα θα επιβαρυνθεί αφού αυτός επιδοτεί την κεδροφορία των ιδιωτικών ΑΠΕ.
Χαμένοι απο όλες τις πλευρές δλδ ..εκτός βέβαια απο το περιβαλλοντικό όφελος που είναι σημαντικό ιδιαίτερα για τους κατοίκους των ενεργειακών κέντρων.
Να προσθέσουμε ότι αυξάνεται και η εξάρτηση απο εξωγενείς παράγοντες καθώς δεν παράγουμε ακόμη φυσικό αέριο,ούτε έχουμε εθνική βιομηχανία συστημάτων ΑΠΕ.
"Ι"
Το άρθρο. (euro2day.gr)
Εικόνες από το μέλλον» παρακολουθούν τις τελευταίες μέρες στο
ενεργειακό σύστημα της χώρας. Σε αυτές, περιγράφεται πώς θα
διαμορφώνεται το ισοζύγιο παραγωγής - κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας,
με μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Οι επιπτώσεις από την υψηλή παραγωγή ΑΠΕ, κυρίως αιολικών και
φωτοβολταϊκών, είναι άμεσες στις θερμικές μονάδες και πρωτίστως στις
λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Από τις τελευταίες, οι λειτουργούσες, λόγω της υψηλής παραγωγής ΑΠΕ, σε
συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση από το δίκτυο, έχουν μειώσει την
παραγωγή τους έως και 50% (150-170 μεγαβάτ από 270 -300 που είναι το
κανονικό επίπεδο).
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαχειριστή του
Δικτύου-ΑΔΜΗΕ, κατά το προηγούμενο πενθήμερο η παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας από ΑΠΕ, κινείται στα επίπεδα των 700-1.030 μεγαβάτ και
μάλιστα σε ώρες όπου η ζήτηση στο σύστημα περιορίζεται σημαντικά
(νυκτερινές ώρες).
Έτσι για παράδειγμα στις 18 Ιανουαρίου από τις μία μέχρι και τις 12 το
μεσημέρι, και με φορτίο από 4.440 έως και 6.712 μεγαβάτ, οι ΑΠΕ κάλυπταν
σταθερά πάνω από 1.000 μεγαβάτ.
Επίσης στις 20 Ιανουαρίου μεταξύ 1 και 6 το πρωί και με φορτία μεταξύ
4.200 και 5.200 μεγαβάτ, οι ΑΠΕ κάλυπταν γύρω στα 700 μεγαβάτ. Το ίδιο
ίσχυε και στις 21 Ιανουαρίου, όπου οι ΑΠΕ πρόσφεραν στο σύστημα 19.813
μεγαβατώρες έναντι 11.114 της πρόβλεψης.
Επίσης, εχθές 23 Ιανουαρίου, το φορτίο του συστήματος από τις 8 το πρωί
μέχρι τις 4 το απόγευμα, λόγω της ηλιοφάνειας και συνακόλουθα, της
μεγάλης παραγωγής των φωτοβολταϊκών, ήταν μειωμένο έως και κατά 700
μεγαβάτ από αυτό που είχε προβλέψει ο ΑΔΜΗΕ με βάση τα ιστορικά στοιχεία
δεκαετιών τα οποία χρησιμοποιεί.
Όπως αναφέρουν στο euro2day πηγές του ΑΔΜΗΕ, η εικόνα αυτή είναι
αποτέλεσμα του συνδυασμού ηλιοφάνειας σε πολλές περιοχές της χώρας με
ισχυρούς ανέμους που επέτρεψαν στις μονάδες ΑΠΕ να προσφέρουν το μέγιστο
της ισχύος τους.
Εκτιμάται ότι το φαινόμενο θα ενταθεί μετά τον Μάρτιο. Όταν δηλαδή
«μεγαλώνει» η ημέρα και τα φωτοβολταϊκά μεγάλο μέρος των οποίων είναι
συνδεμένα με τα δίκτυα διανομής και διεσπαρμένα μέσα ή κοντά στα κέντρα
κατανάλωσης, θα προσφέρουν στο δίκτυο σημαντικό ποσοστό της
καταναλισκώμενης ενέργειας, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγή
των θερμικών μονάδων.
Ας σημειωθεί επιπλέον ότι μέχρι το Νοέμβριο που υπάρχουν δημοσιευμένα
στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών ήταν πάνω
από 1.400 μεγαβάτ (μαζί με το πρόγραμμα στεγών) ενώ η ισχύς των μονάδων
με συμβόλαιο ανέρχεται σε 3.447 μεγαβάτ. Όσο για τα αιολικά η ισχύς τους
ανέρχεται σε περίπου 1.500 μεγαβάτ.
Οι επιπτώσεις
Οι παρενέργειες από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα είναι πολλαπλές
και επιβάλλουν τον ανασχεδιασμό του συστήματος και κυρίως την
εγκατάλειψη από τη ΔΕΗ αντιπαραγωγικών θέσεων που έχει διατυπώσει κατά
καιρούς, για το ρόλο των ηλεκτροβόρων βιομηχανιών στην ευστάθεια του
συστήματος.
Κατ΄αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι προκλήσεις, αντίστοιχες με αυτές
του ελληνικού συστήματος, αντιμετωπίζει και αυτό της (Νότιας) Ιταλίας,
ενώ τα δύο συστήματα είναι συνδεμένα με το καλώδιο των 500 μεγαβάτ.
Έτσι, επανειλημμένως τις τελευταίες μέρες ο διαχειριστής του ιταλικού
συστήματος (TERNA), ζήτησε από το ΔΕΣΜΗΕ τον περιορισμό των ελληνικών
εξαγωγών προς Ιταλία, λόγω της εκεί αυξημένης παραγωγής ΑΠΕ.
Μάλιστα ο TERNA πρότεινε στον Έλληνα Διαχειριστή, ακόμη και να γίνουν
εισαγωγές στην Ελλάδα από την Ιταλία με μηδενική τιμή μεγαβατώρας κατά
τις νυκτερινές ώρες, προκειμένου να διευκολυνθεί η λειτουργία των
συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Η πρώτη λοιπόν επίπτωση, έχει να
κάνει με τη διατάραξη του προγράμματος διασυνοριακών ανταλλαγών
ηλεκτρικής ενέργειας.
Η δεύτερη και σημαντικότερη αφορά τις μονάδες βάσης της ΔΕΗ που είναι
οι λιγνιτικές. Αυτές δεν έχουν την ευελιξία των μονάδων φυσικού αερίου
ως προς την δυνατότητα αυξομείωσης της ισχύος παραγωγής, ώστε να
ακολουθούν και κυρίως να καλύπτουν τις διακυμάνσεις της παραγωγής των
ΑΠΕ.
Σε πρώτη φάση η ΔΕΗ αναγκάζεται να μειώσει την παραγωγή των λιγνιτικών
μονάδων. Εχθές για παράδειγμα οι 4 από τις 5 μονάδες του ΑΗΣ Αγίου
Δημητρίου επί 7-10 ώρες είχαν προγραμματιστεί να λειτουργήσουν με φορτίο
μειωμένο κατά 40%, οι 2 από τις 4 του ΑΗΣ Καρδιάς με μειωμένο κατά 45%,
το ίδιο και του ΑΗΣ Αμυνταίου, Μελίτης και Μεγαλόπολης.
Αυτό όμως σε πρώτη φάση. Γιατί από τη στιγμή που, λόγω της οικονομικής
κρίσης, βγουν εκτός λειτουργίας ηλεκτροβόρες βιομηχανίες με σύνδεση στην
υψηλή ή τη μέση τάση και οι οποίες αποτελούν σταθερά φορτία για τις
περισσότερες ώρες του 24ώρου, τότε αναπόφευκτα η ΔΕΗ θα αναγκαστεί για
λόγους οικονομίας να σβήσει μία ή περισσότερες λιγνιτικές.
Αυτό δε θα καταστεί αναπόφευκτο εφ΄όσον για οποιονδήποτε λόγο
σταματήσουν την παραγωγή τους το Αλουμίνιο και η ΛΑΡΚΟ, που μόνο αυτές
απαιτούν περίπου 480 μεγαβάτ ισχύος όλο το 24ωρο και 365 μέρες το χρόνο.
Έτσι από τα πράγματα θα πρέπει η ΔΕΗ να αναθεωρήσει την (απαράδεκτη
κατά πολλούς) άποψη που διατύπωσε γραπτώς ότι δηλαδή θα έχει κέρδος αν
πάψει να τροφοδοτεί τις ηλεκτορβόρες βιομηχανίες που συνολικά απορροφούν
φορτίο περίπου 1.000 μεγαβάτ. Γιατί τότε θα οδηγηθεί υποχρεωτικά στο
σβήσιμο όχι μονάδων, αλλά ολόκληρων σταθμών.
Τέλος, η άλλη επίπτωση έχει να κάνει με το τέλος ΑΠΕ, που καταβάλλουν
οι καταναλωτές. Το μεγάλο ύψος της παραγωγής από ΑΠΕ, σε συνδυασμό με
τις χαμηλές τιμές χονδρικής που διαμορφώνονται στο σύστημα (από
μηδενικές μέχρι 40-45 ευρώ η μεγαβατώρα) είναι φυσικό ότι θα αυξήσουν
ακόμη περισσότερο τα απαιτούμενα ποσά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα
κληθούν να καλύψουν οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού.
(euro2day.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου