Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013
Καρλ Φον Οσσιέτσκυ. Το Νόμπελ που ξεγύμνωσε το Ναζισμό
Νεποτισμός. Αυθαιρεσία, αδικία. Κλεπτοκρατία, διαφθορά. Υποκρισία, αδιαφορία. Ευτελισμός αρχών και εννοιών ∙ ηθική απαξίωση.
Πυλώνας η «ευμάρεια».
Αμοραλισμός κατακλύζει τις αρτηρίες ∙ γίνεται πνοή…
Οικονομική εξαχρείωση ∙ κοινωνική ερημοποίηση.
Η κοινωνία ολισθαίνει σε φρενίτιδα. Συναθροίζονται πολλοί στη μια μεριά της πλάστιγγας ∙ ανερμάτιστοι, ακαθοδήγητοι - μήπως δαιμονισμένοι;
Σαρώνουν, συντρίβουν ∙ λύτρωση στην οργή, στο μίσος. Αποκτήνωση!
Με μιας γαντζωμένοι, σιδηροδέσμιοι σε σκοτάδι φριχτό. Δάπεδο υγρό από αίμα.
Ο κόσμος μια ανθρωποθυσία…
Κι όμως υπάρχουν εκείνοι, οι μεμονωμένοι, οι λίγοι, που ανιχνεύουν το αδιόρατο, αντιπαλεύουν την πάνδημη παραζάλη.
Ορθώνουν Λόγο ∙ ωθούν τον παγκόσμιο διάλογο, αρνούμενοι προκαταλήψεις, σωβινισμούς, διχαστικές αγκυλώσεις ∙ υπέρ του πανανθρώπινου, για την ειρήνη, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη.
Υποφέρουν, στοχοποιούνται ∙ μετατρέπονται σε «εχθρούς» πατρίδων και κοινωνιών.
Στην ύστερη Δημοκρατία της Βαϊμάρης φαιοχίτωνες και εθνικιστές βανδάλιζαν, βιαιοπραγούσαν. Τρομοκρατούσαν κοινωνία, απαξίωναν θεσμούς.
Όλα κύλησαν πολύ πιο γρήγορα, από ότι φαντάζονταν οι περισσότεροι. Αμέσως με την κατάληψη της εξουσίας οι Ναζί αποφάσισαν την αναδιοργάνωση της πρωσικής μυστικής αστυνομίας. Δημιουργήθηκε ο πυρήνας μιας «αδογμάτιστης, ταγμένης αποκλειστικά στην καριέρα, ακαδημαϊκής ελίτ» - ως επί τω πλείστων νομικών, που έμελλε να αποτελέσει την «εσωτερική Wehrmacht» του Ράιχ, την περίφημη Gestapo.
Σε ελάχιστο χρόνο χιλιάδες αντιφρονούντες τέθηκαν σε «προληπτική κράτηση». Για να το επιτύχουν αυτό οι Ναζί εκμεταλλεύτηκαν ένα παλιό αστυνομικό εργαλείο για την απόκρουση κινδύνων(…). Προερχόταν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση των εξεγέρσεων του 1848. Βέβαια στο Πρωσικό αστυνομικό κράτος η «προληπτική κράτηση» ήταν ρυθμισμένη με αυστηρότατες προϋποθέσεις ∙ περιοριζόταν σε 24 ώρες. Αυτόν τον τελευταίο περιορισμό κατάργησαν οι νέοι κυρίαρχοι, νομιμοποιώντας το μέτρο ως όπλο αιχμής της πολιτικής αστυνομίας. Πλέον οι Ναζί είχαν χέρια ελεύθερα, μπότες «πανέτοιμες»…
Τέλη Φλεβάρη με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ εξαπολύεται κύμα διώξεων και συλλήψεων. Από τους πρώτους που συλλαμβάνονται είναι ο Καρλ Φον Οσσιέτσκυ. Είχε γεννηθεί στο Αμβούργο το 1889. Σε ηλικία 17 ετών εγκατέλειψε το σχολείο για να ενταχθεί στην κρατική μηχανή ως δικαστικός υπάλληλος. Ανέπτυξε πάθος για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία ∙ σταδιακά ένιωσε απέχθεια για τον γερμανικό μιλιταρισμό. Οι εμπειρίες στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέτειναν και εδραίωσαν τον αντιμιλιταρισμό του. Το 1920 ορίζεται γραμματέας της «Γερμανικής Ειρηνιστικής Κοινότητας». Σύντομα συνειδητοποίησε, ότι τα προσόντα του δεν ήταν οργανωτικά. Αφιερώθηκε με πάθος στη συγγραφή, τη δημοσιογραφία. Υπήρξε έξοχος στυλίστας ∙ καυστικός, με χιούμορ και κομψότητα.
Το 1921 γίνεται συντάκτης εξωτερικής πολιτικής στη “Volkszeitung” ∙ ως τέτοιος φλογερός υποστηρικτής της «Πολιτικής της Συμφιλίωσης». Το 1924 αναλαμβάνει συνεκδότης της εβδομαδιαίας “Die Weltbuhne” ∙ αρχισυντάκτης το 1927. Για πάνω από δύο χρόνια δημοσιεύει άρθρα εκθέτοντας τους γερμανικούς επανεξοπλισμούς και τις παραβιάσεις της «Συνθήκης των Βερσαλλιών».
Ο Οσσιέτσκυ τάσσονταν φανατικά υπέρ της επαναξιολόγησης και επαναδιαπραγμάτευσης των συνθηκών ειρήνης. Αυτές όμως όφειλαν να γίνουν με φανερές συνεννοήσεις μεταξύ των δυνάμεων. Θεωρούσε, ότι οι μυστικοί εξοπλισμοί θα κατέληγαν στην ενίσχυση των επιθετικών ομάδων διεθνώς με μόνο αποτέλεσμα νέες καταστροφές για τους λαούς.
Το 1929 ο Οσσιέτσκυ κατηγορείται για δημοσιοποίηση στρατιωτικών μυστικών βάσει του νόμου «Περί Κατασκοπείας» του 1914. Η ετυμηγορία ανακοινώνεται το Νοέμβριο του ’31: Καταδικάζεται σε 18μηνη φυλάκιση. Η απόφαση ξεσηκώνει αντιδράσεις. Φίλοι τον προτρέπουν να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Αυτός αντίθετα επιμένει, ότι ενδεδειγμένη αντίδραση είναι να δεχθείς τη φυλάκιση ως πράξη διαμαρτυρίας. Εκτίει μικρό μέρος της ποινής ∙ αμνηστεύεται τέλη του 1932. Αμέσως ρίχνεται στον αγώνα ενάντια της επερχόμενης πλημμυρίδας των εθνικοσοσιαλιστών.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία ο Οσσιέτσκυ δεν υποτίμησε τη επιρροή του Χίτλερ και του εθνικοσοσιαλισμού. Αναγνώρισε την απήχηση των Ναζί στη μεσαία τάξη, η οποία αγνοούσε το φιλελεύθερο πνεύμα, και που στην οικονομική κρίση φανέρωσε «ωμότητα, έχθρα προς τον πολιτισμό και ανελέητη φιλοδοξία(…)».
Γράφει προφητικά το 1931, ότι «τα ημιπρολεταριακά, λούμπεν στοιχεία» –εννοώντας τα Τάγματα Εφόδου – «στη διάρκεια της κρίσης πέφτουν με ευκολία θύματα ριζοσπαστών πολιτικών, οι οποίοι επιθυμούν να χαρίσουν το προνόμιο της αιματοχυσίας σε δημίους και στο στρατό(…)». Γράφει τον Ιανουάριο του ’32: «Δεν μπορεί κανείς να αμυνθεί στο φασισμό. Πρέπει να τον πολεμήσει στην αρένα του».
Ο ταγμένος ειρηνιστής δεν ανήκε κάπου πολιτικά. Τόσο ως ιδιοσυγκρασία, όσο και ως θέση ήταν ακραιφνής ιντιβιντουαλιστής. Ήταν πεπεισμένος, ότι στη σύγχρονη εποχή η ελευθερία του ατόμου επιτυγχάνεται και διαφυλάσσεται με τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας και της κοινωνίας. Έτσι καθοριζόταν και η στάση του ως ειρηνιστής: «Ο ατομικός αντιμιλιταρισμός δεν ωφελεί. Μόνο ο δημοκρατικός έλεγχος των μέσων παραγωγής – ιδιαίτερα της βιομηχανίας εξοπλισμών – μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη».
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1933 η «Γερμανική Λίγκα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» του ζήτησε να δώσει μια διάλεξη με θέμα «Κουλτούρα και Βαρβαρότητα». Η αστυνομία απαγόρευσε τη διεξαγωγή με την αιτιολογία, ότι ενδεχομένως να προκαλούσε έξαψη πνευμάτων. Τελικά πραγματοποιήθηκε στις 26/2 σε κλειστή εκδήλωση συγγραφέων, όπου συζητήθηκαν οι δυνατότητες σχηματισμού κοινού μετώπου κατά του ναζισμού. Την μεθεπομένη συνελήφθη.
Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Sonnenburg ∙ αργότερα στο Papenburg-Esterwegen. Υπέστη αφάνταστους ψυχικούς και σωματικούς βασανισμούς. Όταν τον επισκέφτηκε ο Ελβετός διπλωμάτης Carl Jacob Burckhardt, περιέγραψε: «…τρεμάμενο, θανάσιμα χλωμό πλάσμα, δίχως συναισθήματα πια, με κτυπημένο μάτι και θρυμματισμένη οδοντοστοιχία». Ο ίδιος ψέλλισε: «Ευχαριστώ. Πες στους φίλους μου, ότι έφτασα στο τέλος ∙ σύντομα θα είναι παρελθόν ∙ αυτό είναι καλό… Το μόνο που επιθύμησα ήταν ειρήνη!» Με τη δημοσιοποίηση αυτών ξεσηκώθηκε διεθνής σάλος. Thomas Mann, Romain Rolland, Bertrand Russell, Albert Einstein έσπευσαν σε υποστήριξη του.
Το 1934 διαδίδεται, ότι ο Οσσιέτσκυ θα προταθεί για το «Νόμπελ Ειρήνης». Η πρόταση γίνεται την επόμενη χρονιά, αλλά η απονομή αναβάλλεται για ένα έτος. Στις 23 Νοεμβρίου ανακοινώνεται η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης 1935 στον Καρλ Φον Οσσιέτσκυ. Η απήχηση είναι οικουμενική. Ο Χίτλερ εκδίδει διάταγμα, που απαγορεύει σε όλους τους Γερμανούς να λάβουν βραβείο Νόμπελ στο μέλλον. Οι αρχές πιέζουν τον κρατούμενο να το αρνηθεί. Αυτός δηλώνει: «Με πολύ περίσκεψη αποφάσισα να δεχτώ το βραβείο. Δε συμμερίζομαι την άποψη της Gestapo, ότι αποκλείω τον εαυτό μου από τη γερμανική κοινωνία. Το «Νόμπελ Ειρήνης» δεν είναι σημείο της εσωτερικής πολιτικής, αλλά η κατανόηση μεταξύ των λαών.»
Λίγο καιρό μετά πέθανε από φυματίωση και τις κακουχίες.
Ο Καρλ Φον Οσσιέτσκυ υπήρξε ένας διανοούμενος, που διασύρθηκε από τους συμπολίτες του κατηγορούμενος και καταδικασμένος για εθνική προδοσία, ενώ αυτός αγωνιζόταν για την ανθρωπότητα. Ήταν ο σαλπιγκτής, που προειδοποίησε για την άνοδο του Ναζισμού, την αναβίωση του μιλιταρισμού. Αφιέρωσε τη ζωή του στην αποκάλυψή τους. Προσπάθησε να αφυπνίσει για την απειλή, που γιγαντωνόταν.
Ο προκαθήμενος της επιτροπής των Νόμπελ είπε: «Ένα σύμβολο μπορεί να έχει την αξία του. Ο Οσσιέτσκυ δεν είναι μόνο σύμβολο ∙ είναι κάτι διαφορετικό και πολύ περισσότερο: είναι μια πράξη, και επιπλέον ένας άνδρας».
www.protagon.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου