Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Ω γλυκιά μου άνοιξη, γλυκύτατό μου παιδί, πού βυθίστηκε (και χάθηκε) η ωραιότητά σου;

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.

ο Αριμαθείας : Ο «ευσχήμων βουλευτής» των Ευαγγελίων, μέλος του μεγάλου ιουδαϊκού συμβουλίου της Ιερουσαλήμ και κρυφός μαθητής του Ιησού, ο οποίος ζήτησε από τον Πόντιο Πιλάτο να αποκαθηλώσει το νεκρό σώμα του Κυρίου από τον Σταυρό και να το θάψει στον δικό του λαξευτό τάφο.

παντάναξ αρσενικό (του παντάνακτος)
  • ο βασιλιάς των πάντων, ο άρχοντας του σύμπαντος. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως ως προσωνύμιο του Θεού
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος
Ω γλυκιά μου άνοιξη, γλυκύτατό μου παιδί, πού βυθίστηκε (και χάθηκε) η ωραιότητά σου; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου