Δημοσιευτηκε εδώ .https://www.dimokratianews.gr
Μετά την εισβολή των Ιταλών το 1917 ακυρώθηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας
Από τον
Σάββα Καλεντερίδη
Σάββα Καλεντερίδη
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να εγκαταλείπει τα εδάφη των δυτικών Βαλκανίων μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878, που έληξε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία, εκτός από την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, προέβλεπε και την αποχώρηση των Οθωμανών από το πιο σημαντικό διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο για τον σουλτάνο στην περιοχή, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, και την ανάληψη της διοίκησής της από την Αυστροουγγαρία.
Επειτα από 30 χρόνια και ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα της στους Βαλκανικούς Πολέμους είχε μπει στην ημιτελική φάση της διάλυσής της -η τελική ήταν το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου-, οι Οθωμανοί άρχισαν να αποχωρούν από την Αλβανία και από τα Σκόπια. Είναι κρίσιμο να σημειώσουμε ότι οι Αλβανοί δεν έκαναν ποτέ εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όταν οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων, κυρίως Σέρβοι και Eλληνες, διεκδικούσαν με εξεγέρσεις και ένοπλο αγώνα την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, γιατί ως έθνος ήταν διχασμένοι σε οθωμανολάτρες και σε εκείνους που ήθελαν την ανεξαρτησία τους υπό την προστασία της Δύσης.
Για τον λόγο αυτόν δεν σφυρηλατήθηκε μέσα από εθνικούς αγώνες ενιαία εθνική συνείδηση, διαδικασία που γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες, με τον «πόλεμο» στο Κοσσυφοπέδιο και την ένοπλη εξέγερση στο Τέτοβο της ΠΓΔΜ. Γι’ αυτόν τον λόγο τα τελευταία χρόνια σφυρηλατείται και το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, με στόχο την ένωση όλων των Αλβανών σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο κράτος.
Για τον λόγο αυτόν δεν σφυρηλατήθηκε μέσα από εθνικούς αγώνες ενιαία εθνική συνείδηση, διαδικασία που γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες, με τον «πόλεμο» στο Κοσσυφοπέδιο και την ένοπλη εξέγερση στο Τέτοβο της ΠΓΔΜ. Γι’ αυτόν τον λόγο τα τελευταία χρόνια σφυρηλατείται και το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, με στόχο την ένωση όλων των Αλβανών σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο κράτος.
Οταν λοιπόν οι Οθωμανοί άρχισαν να «τα μαζεύουν» από τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας, εξεγέρθηκαν οι Ελληνες της Χειμάρρας και απαίτησαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Μάλιστα, μικρή δύναμη Χειμαρριωτών και Κρητών εθελοντών, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο, στις 18 Νοεμβρίου του 1912 αποβιβάστηκε στην περιοχή της Χειμάρρας και εκδίωξε τις οθωμανικές δυνάμεις.
Το ίδιο διάστημα, και συγκεκριμένα στις 28 Νοεμβρίου 1912, έγινε η πρώτη σύνοδος της εθνοσυνέλευσης των Αλβανών με 83 αντιπροσώπους στον Αυλώνα, η οποία ανακήρυξε την Αλβανία ανεξάρτητο κράτος, ενώ με τη δεύτερη σύνοδο, στις 4 Δεκεμβρίου 1912, η εθνοσυνέλευση σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία άσκησε τα καθήκοντά της έως τις 22 Ιανουαρίου 1914.
Η ανεξαρτησία της Αλβανίας αναγνωρίστηκε από τη Διάσκεψη του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913.
Ολο αυτό το διάστημα η περιοχή της Χειμάρρας παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Εν τω μεταξύ, στις 13 Φεβρουαρίου 1914 η Πανηπειρωτική Συνέλευση, βλέποντας την απροθυμία της Αθήνας να δεχτεί την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα και να αντιταχθεί στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, που τη συμπεριέλαβαν στα όρια του νεοϊδρυθέντος αλβανικού πριγκιπάτου, αποφάσισε να επιδιώξει την αυτονομία.
Ετσι, για να προστατευθεί ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής από ομάδες Αλβανών ενόπλων, ο εξ Αργυροκάστρου καταγόμενος Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, που είχε χρηματίσει υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, στις 28 Φεβρουαρίου ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου».
Για την Ιστορία, παραθέτουμε την προκήρυξη, η οποία εκτός από τα μέλη της Πανηπειρωτικής Συνέλευσης υπογραφόταν και από τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως, Κορυτσάς και Βελάς και Κονίτσης: «Ηπειρωται, η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις των αντιπροσώπων, ους ομοφώνως ανέδειξεν η γνώμη του Λαού, ανεκύρηξεν την ίδρυσην της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, αποτελεσθησομένη εκ των Επαρχιών τας οποίας εξαναγκάζεται όπως εγκαταλίπη ο Ελληνικός Στρατός... η Βόρειος Ηπειρος κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της, από πάσης προσβολής. Η Προσωρινή Κυβέρνησις, ο Πρόεδρος Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος».
Η εμπειρία του Γεωργίου Ζωγράφου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση τους καθεστώτος αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου. Στο αυτόνομο κράτος, εκτός από το Αργυρόκαστρο, συμπεριλαμβάνονταν η Χειμάρρα, το Δέλβινο, η Πρεμετή, οι Αγιοι Σαράντα και η Ερσέκα.
Λίγες μέρες μετά την ανακήρυξη της αυτονομίας, στις 17 Μαρτίου 1914, μεταξύ του πρίγκιπα Βιντ, επικεφαλής της αλβανικής κυβέρνησης, και του Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου, προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου», υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομο Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου ως μέρος της επικράτειας του νεοϊδρυθέντος αλβανικού κράτους. Με την υπογραφή του, επικράτησε ειρήνη μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914, ο Ελληνικός Στρατός μπαίνει για δεύτερη φορά στη Βόρειο Ηπειρο, ακυρώνοντας στην ουσία την αυτόνομη κυβέρνηση. Στις εκλογές της Ελλάδας της 1ης Ιανουαρίου 1916 συμμετέχουν και οι Ελληνες της Βορείου Ηπείρου των νομών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, εκλέγοντας 18 βουλευτές, οι οποίοι γίνονται δεκτοί στο ελληνικό Κοινοβούλιο με χειροκροτήματα από τους υπόλοιπους βουλευτές.
Τον Μάρτιο, με βασιλικό διάταγμα, ανακηρύχθηκε η ένωση της περιοχής με την Ελλάδα, κίνηση που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και συνακόλουθα την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ακύρωσαν στην πράξη το βασιλικό διάταγμα της ένωσης με την Ελλάδα. Οι Ιταλοί, επωφελούμενοι από τον Εθνικό Διχασμό, τον Αύγουστο του 1916 καταλαμβάνουν τη Χειμάρρα και το Τεπελένι και με την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ολόκληρη τη Βόρειο Ηπειρο.
Στις 3 Ιουνίου 1917 οι Ιταλοί εισβολείς κηρύσσουν πανηγυρικά την ενοποίηση και την ανεξαρτησία της Αλβανίας κάτω από την ιταλική κυριαρχία, ενώ το 1921 αποφασίστηκε η οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, ακυρώνοντας de facto το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο όμως δεν αναγνωρίζει η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον πρέσβη επί τιμή Αλέξανδρο Μαλλιά, «τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος με την Αλβανία δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα. Πράγμα που θα επέτρεπε στην Αθήνα -αν υποθέσουμε ότι το επιδιώκει και το επιθυμεί- να παραμείνει στην πάγια θέση της περί μη αναγνώρισης του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1925. Η ρητή του αναγνώριση είναι διακαής πόθος της Αλβανίας.
Το ίδιο διάστημα, και συγκεκριμένα στις 28 Νοεμβρίου 1912, έγινε η πρώτη σύνοδος της εθνοσυνέλευσης των Αλβανών με 83 αντιπροσώπους στον Αυλώνα, η οποία ανακήρυξε την Αλβανία ανεξάρτητο κράτος, ενώ με τη δεύτερη σύνοδο, στις 4 Δεκεμβρίου 1912, η εθνοσυνέλευση σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία άσκησε τα καθήκοντά της έως τις 22 Ιανουαρίου 1914.
Η ανεξαρτησία της Αλβανίας αναγνωρίστηκε από τη Διάσκεψη του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913.
Ολο αυτό το διάστημα η περιοχή της Χειμάρρας παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Εν τω μεταξύ, στις 13 Φεβρουαρίου 1914 η Πανηπειρωτική Συνέλευση, βλέποντας την απροθυμία της Αθήνας να δεχτεί την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα και να αντιταχθεί στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, που τη συμπεριέλαβαν στα όρια του νεοϊδρυθέντος αλβανικού πριγκιπάτου, αποφάσισε να επιδιώξει την αυτονομία.
Ετσι, για να προστατευθεί ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής από ομάδες Αλβανών ενόπλων, ο εξ Αργυροκάστρου καταγόμενος Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, που είχε χρηματίσει υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, στις 28 Φεβρουαρίου ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου».
Για την Ιστορία, παραθέτουμε την προκήρυξη, η οποία εκτός από τα μέλη της Πανηπειρωτικής Συνέλευσης υπογραφόταν και από τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως, Κορυτσάς και Βελάς και Κονίτσης: «Ηπειρωται, η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις των αντιπροσώπων, ους ομοφώνως ανέδειξεν η γνώμη του Λαού, ανεκύρηξεν την ίδρυσην της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, αποτελεσθησομένη εκ των Επαρχιών τας οποίας εξαναγκάζεται όπως εγκαταλίπη ο Ελληνικός Στρατός... η Βόρειος Ηπειρος κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της, από πάσης προσβολής. Η Προσωρινή Κυβέρνησις, ο Πρόεδρος Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος».
Η εμπειρία του Γεωργίου Ζωγράφου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση τους καθεστώτος αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου. Στο αυτόνομο κράτος, εκτός από το Αργυρόκαστρο, συμπεριλαμβάνονταν η Χειμάρρα, το Δέλβινο, η Πρεμετή, οι Αγιοι Σαράντα και η Ερσέκα.
Λίγες μέρες μετά την ανακήρυξη της αυτονομίας, στις 17 Μαρτίου 1914, μεταξύ του πρίγκιπα Βιντ, επικεφαλής της αλβανικής κυβέρνησης, και του Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου, προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου», υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομο Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου ως μέρος της επικράτειας του νεοϊδρυθέντος αλβανικού κράτους. Με την υπογραφή του, επικράτησε ειρήνη μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914, ο Ελληνικός Στρατός μπαίνει για δεύτερη φορά στη Βόρειο Ηπειρο, ακυρώνοντας στην ουσία την αυτόνομη κυβέρνηση. Στις εκλογές της Ελλάδας της 1ης Ιανουαρίου 1916 συμμετέχουν και οι Ελληνες της Βορείου Ηπείρου των νομών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, εκλέγοντας 18 βουλευτές, οι οποίοι γίνονται δεκτοί στο ελληνικό Κοινοβούλιο με χειροκροτήματα από τους υπόλοιπους βουλευτές.
Τον Μάρτιο, με βασιλικό διάταγμα, ανακηρύχθηκε η ένωση της περιοχής με την Ελλάδα, κίνηση που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και συνακόλουθα την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ακύρωσαν στην πράξη το βασιλικό διάταγμα της ένωσης με την Ελλάδα. Οι Ιταλοί, επωφελούμενοι από τον Εθνικό Διχασμό, τον Αύγουστο του 1916 καταλαμβάνουν τη Χειμάρρα και το Τεπελένι και με την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ολόκληρη τη Βόρειο Ηπειρο.
Στις 3 Ιουνίου 1917 οι Ιταλοί εισβολείς κηρύσσουν πανηγυρικά την ενοποίηση και την ανεξαρτησία της Αλβανίας κάτω από την ιταλική κυριαρχία, ενώ το 1921 αποφασίστηκε η οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, ακυρώνοντας de facto το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο όμως δεν αναγνωρίζει η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον πρέσβη επί τιμή Αλέξανδρο Μαλλιά, «τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος με την Αλβανία δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα. Πράγμα που θα επέτρεπε στην Αθήνα -αν υποθέσουμε ότι το επιδιώκει και το επιθυμεί- να παραμείνει στην πάγια θέση της περί μη αναγνώρισης του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1925. Η ρητή του αναγνώριση είναι διακαής πόθος της Αλβανίας.
Αρα, η -έναντι ουσιαστικών ανταλλαγμάτων- αναγνώρισή του από την Αθήνα μάς παρέχει σημαντικό περιθώριο διαπραγμάτευσης». Αυτά είναι τα βασικά ιστορικά στοιχεία που αφορούν τη Βόρειο Ηπειρο. Στο άρθρο μας της Κυριακής θα ολοκληρώσουμε τη συνοπτική μας αναφορά σ’ αυτόν τον τόπο, δικαιολογώντας τον τίτλο του σημερινού μας άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου